Ένας εργάτης κάποτε σε έναν κήπο είχε κουραστεί από το πολύ σκάψιμο. "Είναι άδικο, επειδή ο Αδάμ κάποτε έφαγε το μήλο, να πρέπει εμείς να νιώθουμε κούραση από την δουλειά μας", έλεγε και ξανάλεγε.
"Γιατί κατηγορείς τον Αδάμ, αφού και εσύ στην θέση του θα έπεφτες στον πειρασμό", του είπε ο αφέντης του.
"Όχι, εγώ θα αντιστεκόμουνα", του απάντησε ο εργάτης.
"Ας σε δούμε τότε", του είπε ο αφέντης, και τον προσκάλεσε στο βραδινό.
Το βράδυ λοιπόν, του έκανε το τραπέζι: του ετοίμασε απ' όλα τα καλά, και τα σέρβιρε σε μεγάλες πιατέλες. Στη μέση όμως του τραπεζιού έβαλε ένα πιάτο, και το σκέπασε με μια πετσέτα, και έδωσε στον εργάτη αυστηρή οδηγία να μην το ξεσκεπάσει ποτέ. "Φάε όσο θες και ό,τι θες", του είπε, "αλλά μην πάρεις από το πιάτο στην μέση του τραπεζιού μέχρι να γυρίσω πίσω". Και έτσι έφυγε, και τον άφησε μόνο του.
Αυτός πάλι, άρχισε να τρώει και σταματημό δεν είχε: έφαγε ό,τι βρήκε μπροστά του, ψάρια, κοτόπουλα, τυριά και σαλάτες. Αφού τα τέλειωσε όλα και η κοιλιά του φούσκωσε, κάθισε και περίμενε τον αφέντη να γυρίσει. Αλλά αφού είδε και πέρναγε η ώρα, του μπήκε περιέργεια για το πιάτο στην μέση του τραπεζιού."Σίγουρα θα άφησε μήλα για επιδόρπιο, και μου είπε να περιμένω για να φάει κι αυτός", είπε, και άπλωσε να το ξεσκεπάσει.
Όμως καθώς έβγαλε την πετσέτα, από το πιάτο ξεπρόβαλε ένας ποντικός, ο οποίος άρχισε να τρέχει στο σπίτι. Ο άνθρωπος έτρεξε ξωπίσω του για να τον πιάσει και να τον βάλει πίσω στο πιάτο πριν γυρίσει ο αφέντης, όμως η κοιλιά του είχε φουσκώσει και μετά βίας περπατούσε. Τον κυνήγησε σε όλο το σπίτι, όμως ο ποντικός πήγαινε από γωνία σε γωνία και έτρεχε όλο και πιο γρήγορα.
"Μην ξανακατηγορήσεις λοιπόν τον Αδάμ!", του φώναξε ο αφέντης μόλις τον είδε και έβαλε τα γέλια.