Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας ξυλουργός τίμιος και εργατικός, ο οποίος όμως όσο κι αν δούλευε δεν ανταμείβονταν αντάξια του κόπου του. Μια μέρα όμως που διέσχιζε ένα ρυάκι, συνάντησε έναν νάνο, ο οποίος του είπε:
"Καλέ μου ξυλουργέ, αν κοιτάξεις στο ελαιόδεντρο που βρίσκεται στο τέλος του δρόμου, και σκάψεις κάτω απ' τις ρίζες του, θα βρεις έναν θησαυρό, ανταμοιβή για την σκληρή σου δουλειά τόσα χρόνια".
Το επόμενο πρωί, πριν το χάραμα, ο ξυλουργός κίνησε να βρει το δέντρο. Έσκαψε μια μεγάλη τρύπα στις ρίζες του, όμως δεν βρήκε τίποτα. Απογοητευμένος, γύρισε προς το σπίτι του, όμως στον δρόμο τον σταμάτησε ένας γέρος, ο οποίος τον ρώτησε αν είχε ελιές να του δώσει. Αυτός του απάντησε πως όχι, αφού ήταν ξυλουργός.
Την επόμενη μέρα όμως του μπήκε μεγάλη περιέργεια αν ο νάνος τον είχε κοροϊδέψει, και αν υπήρχε όντως θησαυρός κάτω απ' το λιόδεντρο. Έτσι λοιπόν, ξαναπήγε σε αυτό, και θαύμασε πολύ με αυτό που αντίκρισε: η τρύπα που είχε σκάψει την προηγούμενη μέρα είχε γεμίσει με ελιές που είχαν πέσει απ' τα κλωνάρια του δέντρου.
Αυτός τις μάζεψε και στο δρόμο που ξανασυνάντησε τον γέρο, αυτός του έδωσε δέκα χρυσά φλουριά για να τις αγοράσει. Με αυτές ο δεν χρειάστηκε να ξαναδουλέψει ποτέ στην ζωή του σαν ξυλουργός, αφού αγόρασε σπίτι, άμαξα, καθώς και χωράφια στα οποία φύτεψε λογής λογής ελαιόδεντρα.