Ένα πασχαλινό αυγό κάποτε είχε πολύ ιδιαίτερο παρουσιαστικό: η νοικοκυρά είχε έμπνευση όταν το έβαφε, και έτσι του έφτιαξε κόκκινες, κίτρινες και γαλάζιες γραμμές καθώς και λογής λογής χρωματιστές βούλες. Όσο ιδιαίτερη ήταν η βαφή του, άλλο τόσο ήταν και τα σχέδιά του: ονειρευόταν πως θα έφευγε μακριά και θα πετούσε ελεύθερο στους ουρανούς. Τα άλλα αυγά όμως στο καλάθι, κόκκινα, πράσινα, κίτρινα και μπλε, το κορόιδευαν συνέχεια. «Είσαι... ονειροπόλος», του έλεγαν, το έδειχναν και γελούσαν.
Έτσι λοιπόν κι αυτό μια μέρα το έπιασε μεγάλη απογοήτευση, και αποφάσισε να δραπετεύσει. «Κανένας δεν με παίρνει στα σοβαρά...», είπε και αναστέναξε. Μόλις όμως έφτασε στην άκρη του καλαθιού και κοίταξε κάτω, τρόμαξε, αφού για να φύγει θα έπρεπε να πηδήξει από μεγάλο ύψος, και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να σπάσει.
Μόλις όμως κοίταξε πίσω, αποφάσισε πως δεν ήθελε να παραμείνει στο καλάθι. «Ας το κάνω», σιγομουρμούρισε, έπειτα έκλεισε τα μάτια και πήρε φόρα για να κάνει το μεγάλο άλμα.
«Μην το κάνεις, θα γίνεις... ομελέτα», του είπε ένα κόκκινο αυγό που βρισκόταν εκεί κοντά, για να το σταματήσει.
«Ίσως αν είχα ένα αλεξίπτωτο να ήταν όλα πιο εύκολα», του είπε το αυγό, και σταμάτησε ακριβώς στο τελευταίο βήμα πριν πηδήξει. Έπειτα γύρισε απογοητευμένο στη γωνιά του κοντά στο καλαθάκι, δίπλα στο παράθυρο, κοίταξε έξω τον γαλάζιο ουρανό και τα σύννεφα, και άρχισε να κάνει όνειρα μεγάλα πως ήταν ελεύθερο και πως πετούσε.
Τότε όμως στο τζάμι του παραθύρου ήρθε και κάθισε ένα περιστέρι. «Καλό μου περιστέρι, πόσο θα ήθελα να ήμουν ελεύθερο σαν εσένα», του είπε το αυγό.
«Όσοι φοβούνται να πηδήξουν, δεν πετούν ποτέ», του απάντησε αυτό. Έπειτα με ένα μικρό πήδημα έφυγε από το τζάμι, άπλωσε τα φτερά του και πέταξε μακριά.
Το καλό μας αυγό πάλι πήρε θάρρος, και σκέφτηκε πως αν πραγματικά ήθελε να φύγει απ’το καλάθι, θα έπρεπε να πάρει το μεγάλο ρίσκο. Κοίταξε λοιπόν καλά στο τραπέζι, και παρατήρησε πως λίγο πιο πέρα η νοικοκυρά είχε αφήσει μερικές χαρτοπετσέτες στοιβαγμένες.
«Αν καταφέρω να φτάσω ως εκεί, θα πέσω στα μαλακά», σκέφτηκε το αυγό, και άρχισε να ψάχνει σε όλο το καλαθάκι για να βρει σανίδα. Τα άλλα αυγά πάλι, απόρησαν με το πείσμα του και άρχισαν να αναρωτιούνται για το τι σκάρωνε. Αυτό πάλι, με τα πολλά βρήκε ένα κομμάτι ξύλου που περίσσευε από το καλαθάκι, το έσπασε και το έβαλε στην άκρη του καλαθιού.
Έπειτα κάθισε στην άκρη του, και έκλεισε τα μάτια για να μην βλέπει. «3...2...1...0», μέτρησε και πήδηξε από την σανίδα. Προσγειώθηκε ακριβώς πάνω στον σωρό με τις χαρτοπετσέτες, χωρίς να πάθει απολύτως τίποτα. Τα άλλα αυγά στο καλάθι, κόκκινα, πράσινα, κίτρινα και μπλε που το κοιτούσαν τόση ώρα με αγωνία, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Αυτό πάλι, αφού κατάφερε να δραπετεύσει από το καλαθάκι χωρίς να πάθει τίποτα, ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Έπειτα πήρε τον δρόμο που τόσο καιρό ονειρευόταν, αναζητώντας μια φωλιά αντάξια του θάρρους του.
Φήμες λένε πως μήνες ολόκληρους αργότερα, από το αυγό αυτό δεν βγήκε κοτόπουλο, αλλά ένας δυνατός αετός, ο οποίος πετάει ελεύθερος στους ουρανούς.