EΝΑ ΦΛΙΤΖΑΝΙ κάποτε είχε μεγάλο ταλέντο στο να κοροϊδεύει τους άλλους. Τόσο όμορφα και πειστικά έλεγε τα ψέμματα που τα άλλα σκεύη και ασημικά στο ντουλάπι δυσκολεύονταν να τo υποψιαστούν. Και έτσι αυτό μια μέρα που ήρθε να τo επισκεφτεί η τσαγιέρα σκέφτηκε να αξιοποιήσει το ταλέντο του για να αποκτήσει φήμη.
"Το βλέπω ξεκάθαρα στο μέλλον σου. Η νοικοκυρά σήμερα θα σε γεμίσει με τσάι ως απάνω, λίγο πριν τις πέντε το απόγευμα", της είπε. Η τσαγιέρα απόρησε. Λίγες ώρες αργότερα όμως, η νοικοκυρά γέμισε όντως την τσαγιέρα ως πάνω με ζεστό, μυρωδάτο τσάι, και με αυτό σέρβιρε τους φιλοξενούμενούς της που είχαν έρθει από την Αγγλία.
"Μα καλά, που το ήξερες;", ρώτησε η τσαγιέρα το φλιτζάνι.
"Έχω χάρισμα κληρονομικό από τη γιαγιά μου που ήρθε από τη Σμύρνη", της απάντησε το φλιτζάνι, το οποίο ωστόσο είχε κρυφακούσει την προηγούμενη μέρα πως θα έρχοταν επισκέπτες από την Αγγλία. Η τσαγιέρα όμως έμεινε με το στόμα ανοιχτό αφού όντως πίστεψε πως το φλιτζάνι είχε κάποιου είδους χάρισμα.
Αφού μαθεύτηκε στα άλλα σκεύη και ασημικά πως το φλιτζάνι έλεγε το μέλλον, αυτό σκέφτηκε να το κάνει επάγγελμα για να βγάλει λεφτά. Για να δώσει μεγάλη αξία μάλιστα σε αυτό που έκανε πήρε μια γυάλινη σφαίρα και την τοποθέτησε πάνω σε ένα τραπεζάκι, καθώς και ένα ανατολίτικο χαλί. Αφού έστησε καλά καλά το χώρο, έβγαλε ανακοίνωση στα άλλα σκεύη και ασημικά πως θα χρέωνε πενήντα ευρώ κάθε φορά που θα τους έκανε πρόβλεψη.
Πρώτο ήρθε το μαχαίρι, έπειτα το κηροπήγιο, και μετά η κατσαρόλα. Σε όλους το φλιτζάνι έλεγε λόγια του αέρα, λόγια που τους ταίριαζαν και τους έκαναν να νιώθουν όμορφα, και έκανε δήθεν πως τα έβλεπε μέσα στη γυάλινη σφαίρα. "Σε εκτιμάει η νοικοκυρά, αύριο θα σε βάλει να κόψεις τούρτα - Να ξέρεις πόσο χαίρεται που φέγγεις όταν διαβάζει βιβλίο - Κάπου σε κούρασε που κάθε μέρα μαγειρεύει μακαρόνια". Και έπειτα πάλι τους έλεγε λόγια παχιά για να τους καλοπιάσει "Λεφτά πολλά θα βγάλεις - Μεγάλη πόρτα θα διαβείς - διαμάντια και χρυσάφια εσύ θα αποκτήσεις". Ένα - ένα τα σκεύη και ασημικά του ντουλαπιού άρχισαν να έρχονται στο φλιτζάνι για να μάθουν το μέλλον τους, και άφηναν ο καθένας με την σειρά τα λεφτά τους.
Μέρες ολόκληρες αργότερα, και αφού τα σκεύη και τα ασημικά είχαν ξεμείνει από λεφτά, απόρησαν που δεν είχαν γίνει ούτε τα μισά από όσα τους είχε πει. Περισσότερο απ' όλα όμως παραξενεύτηκαν που δεν τους είχε βρει ποτέ καμία συμφορά. "Τα είχα δει όλα, αλλά είπα να μη σας κακοκαρδίσω", τους είπε αυτή όταν τη ρώτησαν.
"Τους κορόιδεψα όλους και έβγαλα ένα κάρο λεφτά, ευκαιρία να κοροϊδέψω και τη νοικοκυρά", σκέφτηκε αυτό, και ζήτησε από την καφετιέρα να το γεμίσει μέχρι πάνω με φρέσκο ελληνικό καφέ. Έπειτα πήγε και τοποθετήθηκε στο τραπεζάκι, και περίμενε πως και πως την νοικοκυρά να ξυπνήσει. Αυτή πάλι μόλις ξύπνησε με την τσίμπλα στο μάτι, με μια απότομη κίνηση έριξε κατά λάθος το φλιτζάνι με τον καφέ στο πάτωμα.
"Ωχ χύθηκε ο καφές, λεφτά θα πάρω!", αναφώνησε, και πήρε μια σφουγγαρίστρα για να μαζέψει τους χυμένους καφέδες και το φλιτζάνι, το οποίο έγινε χίλια κομμάτια. Τα άλλα σκεύη και ασημικά αναρωτήθηκαν μεταξύ τους: "Μα καλά, αφού τα έβλεπε, πως δεν πρόσεξε και πήγε και έκατσε στην άκρη του τραπεζιού;"