Μια ηλεκτρική κουζίνα κάποτε σε ένα νοικοκυριό συνήθιζε να αργεί σε όλα τα ραντεβού της. “Σας ευχαριστώ πολύ που με περιμένατε...”, έλεγε κάθε φορά που έφτανε αργοπορημένη, όμως δεν έλεγε ποτέ να αλλάξει την κακή της συνήθεια. Οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές πάλι κάπου είχαν κουραστεί από το πολύ περίμενε.
“Τόσο που αργεί, πως και δεν της καίγονται τα φαγητά;”, αναρωτήθηκε μια μέρα η τοστιέρα μπροστά στις άλλες ηλεκτρικές συσκευές. Έτσι λοιπόν, σκέφτηκαν όλες μαζί να της ζητήσουν από την κουζίνα να τους κάνει το τραπέζι. Μόλις της το πρότειναν, αυτή δέχθηκε με ενθουσιασμό.
“Για σήμερα θέλουμε να μας ψήσεις μπριζόλες”, της είπαν οι ηλεκτρικές συσκευές την πρώτη ημέρα. Έτσι η καλή μας κουζίνα, έβαλε να ψήσει τις μπριζόλες. Όταν όμως πήγε να τις βγάλει, κατάλαβε πως είχε αργήσει και πως χωρίς να το θέλει τις είχε παραψήσει. Έτσι λοιπόν, αφού πήρε ένα μαχαίρι και έξυσε το μέρος που είχε καεί, γύρισε στην τραπεζαρία για να τις σερβίρει.
“Άργησα γιατί σας τις έκανα καλοψημμένες”, είπε στις άλλες ηλεκτρικές συσκευές, οι οποίες τόση ώρα ανυπομονούσαν και τους είχε μπει μεγάλη περιέργεια. Έπειτα καθισαν όλες μαζί και έφαγαν, χωρίς να καταλάβει κανένας ότι η καλή μας κουζίνα κόντεψε να κάψει τις μπριζόλες.
Την δεύτερη ημέρα, οι ηλεκτρικές συσκευές ζήτησαν από την κουζίνα να μαγειρέψει φακές. Αυτή, αφού γέμισε την κατσαρόλα με νερό, άνοιξε ένα σακουλάκι και το άδειασε μέσα, έπειτα άφησε τις φακές να βράσουν. Όμως και αυτή τη φορά ξεχάστηκε και άργησε να κλείσει τη φωτιά: από τις φακές άλλες κόλλησαν στον πάτο της κατσαρόλας και κάηκαν, και άλλες απλά παράβρασαν. Μόλις το είδε η κουζίνα έκλεισε αμέσως τη φωτιά, και με μια κουτάλα άρχισε να σερβίρει τις φακές σε πιάτα, στα οποία πρόσθεσε άφθονο αλάτι, λάδι, ξύδι και ψωμί ώστε να μην καταλάβει κανείς τίποτα.
“Είπα να βράσω τις φακές λίγο παραπάνω για να γίνουν πιο νόστιμες”, είπε στις άλλες ηλεκτρικές συσκευές οι οποίες είχαν κουραστεί να περιμένουν. Έπειτα κάθισαν και αυτή τη φορά όλες μαζί και έφαγαν.
Την τρίτη ημέρα, οι ηλεκτρικές συσκευές ζήτησαν από την κουζίνα να τους κάνει γεμιστά. Αυτή πήρε ένα μεγάλο ταψί, και σε αυτό έβαλε μπόλικες ντομάτες και πιπεριές παραγεμισμένες με ρύζι, καθώς και πατάτες. Έπειτα έβαλε το ταψί στον φούρνο και γύρισε τον διακόπτη. Όταν και αυτή τη φορά άργησε όμως, τα γεμιστά κάηκαν και έγιναν σαν κάρβουνο.
“Τώρα τι κάνουμε…;”, αναρωτήθηκε η κουζίνα, βγάζοντας το ταψί με τα καμμένα γεμιστά από τον φούρνο. Οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές πάλι άρχισαν να πεινάνε και να αναρωτιούνται. Έτσι και αυτή, για να μην ρεζιλευτεί, σκέφτηκε να βάλει ένα δεύτερο ταψί με γεμιστά μέσα να ψήνεται και να βρει κάποιο τρόπο να δικαιολογηθεί για την αργοπορία.
“Συγγνώμη, σε πόση ώρα τρώμε;”, ρώτησε την κουζίνα η τοστιέρα. Αυτή πάλι έκρυψε το ταψί για να μην το δει, και της απάντησε: “Σε…. 5 λεπτάκια… λίγη υπομονή ακόμα!”. Όμως τα πέντε λεπτάκια έγιναν δέκα. Έπειτα και οι άλλες συσκευές άρχισαν να ρωτούν επίμονα την κουζίνα για το φαγητό. Αυτή δεν τους απαντούσε, παρά μόνο τους υπόσχονταν πως θα ήταν έτοιμο απο στιγμή σε στιγμή.
Όταν κάποια στιγμή σταμάτησαν, η κουζίνα απόρρησε: “Μα καλά, δεν πεινάνε πια;”. Μόλις τα γεμιστά ψήθηκαν, τα έβγαλε βιαστικά από τον φούρνο και πήγε στην τραπεζαρία να τα σερβίρει, όμως στενοχωρήθηκε πολύ με αυτό που είδε: από τις ηλεκτρικές συσκευές άλλες έτρωγαν λαίμαργα σουβλάκια και πίτσες, και άλλες έπιναν σόδα για να χωνέψουν αυτά που είχαν ήδη φάει.
“Είδαμε που αργείς και σκεφτήκαμε να παραγγείλουμε!”, της είπαν οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές. “Μην ανησυχείς όμως, μπορούμε να φάμε τα γεμιστά για… επιδόρπιο!”.
Αυτή πάλι, μόλις το άκουσε έγινε κατακόκκινη από ντροπή. Από εκείνη την μέρα, αποφάσισε να μην ξαναργήσει ποτέ στα ραντεβού της.