Ένας προβολέας κάποτε αγαπούσε πολύ το Θέατρο Σκιών. Είχε μάθει όλες τις παραστάσεις απ' έξω κι ανακατωτά, από τον "Καραγκιόζη Γραμματικό" μέχρι τον "Καραγκιόζη Αστροναύτη", και τις είχε δει τόσες μα τόσες φορές που είχε μάθει τα λόγια σχεδόν απ' έξω. Επιπλέον είχε μάθει να προσποιείται τις φωνές των ηρώων με τόση μεγάλη ευκολία που οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές στο σπίτι τον αποκαλούσαν κοροϊδευτικά "...τον νέο Σπαθάρη".
"Ας ανεβάσω λοιπόν μια παράσταση για να τους δείξω εγώ!", είπε πεισμωμένος μια ωραία μέρα και άρχισε να μαζεύει όλα τα απαραίτητα για να εντυπωσιάσει τις άλλες ηλεκτρικές συσκευές. Πρώτη του μέριμνα λοιπόν να βρει τους ήρωες του Θεάτρου Σκιών σε σωστά μεγέθη: αγόρασε λοιπόν φιγούρες σε χαρτί, τις οποίες αφού ζωγράφισε με κάθε λεπτομέρεια, τους έδωσε σχήμα με το ψαλίδι, και τις ένωσε χρησιμοποιώντας διχαλωτούς συνδετήρες. Τους κόλλησε ξύλινα χειριστήρια για να μπορεί να ελέγχει την κίνησή τους.
Έπειτα ήρθε η ώρα του μπερντέ: πήγε λοιπόν και αγόρασε ένα μεγάλο λευκό πανί, και σιγούρεψε πως το φως που περνούσε από μέσα του θα ήταν αρκετό ώστε να φαίνονται οι φιγούρες. Μετά αγόρασε ξύλα κόντρα πλακέ σε διάφορα μεγέθη, τα οποία κάρφωσε μεταξύ τους για να φτιάξει ολόκληρη σκηνή. Αφού άπλωσε το τεντωμένο πανί και το κάρφωσε, τοποθέτησε λάμπες στο πάνω και το κάτω ξύλο του μπερντέ ώστε να φωτίζονται σωστά τα σκηνικά. Ακόμα βρήκε κασετόφωνο για να παίζει την μουσική της κάθε φιγούρας, καθώς και μικρόφωνο και ηχεία για να ακούγεται δυνατά.
Τέλος, βρήκε κατάλληλο χώρο στον οποίο τοποθέτησε τον μπερντέ που είχε φτιάξει με μεγάλο κόπο, και αντίκρυ του έβαλε πολλές πλαστικές καρέκλες σε σειρά για τους θεατούς. "Όλα έτοιμα...", είπε, και συμπλήρωσε, "...σχεδόν, αφού πρέπει να βρω κατάλληλο έργο". Έτσι λοιπόν πήγε στην βιβλιοθήκη του και διάλεξε από ένα παλιό βιβλίο με κείμενα για τον Καραγκιόζη το αγαπημένο του, τον "Μέγα Αλέξανδρο και το Καταραμένο Φίδι". "Σίγουρα θα χρειαστώ βοηθό", σκέφτηκε, και έτσι ζήτησε από το walkie-talkie να κουνάει τις φιγούρες που δεν θα μπορούσε να κρατάει ο ίδιος την ώρα της παράστασης. "Τις φωνές όμως θα τις κάνω όλες εγώ", της είπε, και έπειτα ανακοίνωσε σε όλες τις ηλεκτρικές συσκευές πως το απόγευμα θα ανέβαζε παράσταση Καραγκιόζη.
Έτσι λοιπόν, όταν ήρθε η μεγάλη ώρα, οι ηλεκτρικές συσκευές κάθισαν ήσυχα ήσυχα στις πλαστικές καρέκλες για να απολαύσουν το θέαμα που θα τους προσέφερε ο προβολέας. Σύντομα άρχισε να παίζει η γνώριμη μουσική έναρξης του Καραγκιόζη, και το σκηνικό γέμισε φως. "Έεει, όπα όπα όπα...", είπε ο καλός μας προβολέας στο μικρόφωνο και κόλλησε την φιγούρα του Καραγκιόζη στο πανί.
Τότε λοιπόν είναι που άρχισαν να πηγαίνουν όλα στραβά: το κασετόφωνο έμεινε από μπαταρία καθώς έπαιζε το τραγούδι του Καραγκιόζη, το μικρόφωνο και τα ηχεία "μπούκωσαν", και οι λάμπες άρχισαν να τρεμοπαίζουν η μια μετά την άλλη. "...δεν είναι τίποτα, συνεχίζουμε!", είπε ο προβολέας στις ηλεκτρικές συσκευές αγχωμένος, όμως σύντομα βγήκε και το πανί από την θέση του, και έτσι έμεινε χωρίς σκηνή. To walkie-talkie δίπλα του ντράπηκε τόσο, που κάλυψε το πρόσωπό του.
"Αφού κάνεις τόσο όμορφα τις φωνές και ξέρεις το έργο τόσο καλά απ' έξω, μπορείς αν θέλεις να μας το αφηγηθείς χωρίς σκηνικά", πρότεινε το ραδιόφωνο στον προβολέα, και οι άλλες συσκευές συμφώνησαν. Και έτσι, ο καλός μας προβολέας, για να αποφύγει να γίνει τελείως ρεζίλι, τους αφηγήθηκε το έργο με κάθε λεπτομέρεια. Τα πήγε θαυμάσια, τόσο που οι ηλεκτρικές συσκευές πείστηκαν για το ταλέντο του και ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Του ζήτησαν μάλιστα να ξανανεβάσει την παράσταση την επόμενη μέρα.
"Ας βάλουμε και μεις ένα χεράκι!", είπε το ραδιόφωνο στις ηλεκτρικές συσκευές. Και έτσι η καθεμιά ανέλαβε από μια αρμοδιότητα με βάση την ειδικότητά της: το φωτιστικό ανέλαβε τον φωτισμό, το μπλακ-εντ-ντέκερ τον μπερντέ, το ηλεκτρικό σίδερο το λευκό πανί, και ούτω καθεξής. Όσο ήταν απασχολημένες, ο προβολέας έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στο walkie-talkie ώστε να μπορέσει να μιμηθεί μόνο του τις φωνές των φιγούρων που θα αναλάμβανε. Και έτσι, με όλο το χρόνο στην διάθεσή της η καθεμιά, κατάφεραν να κάνουν καλά όλα αυτά που ο προβολέας την προηγούμενη μέρα είχε κάνει πρόχειρα και βιαστικά.
Μόλις ήρθε η ώρα για την παράσταση, και αφού πρόβαραν το έργο με το walkie-talkie δυο-τρεις φορές χωρίς κοινό, όλα πήγαν στην εντέλεια: το πανί, καλά στεριωμένο αυτή τη φορά, είχε φωτιστεί ακριβώς όσο έπρεπε για να φαίνονται οι φιγούρες πεντακάθαρα, το κασετόφωνο είχε τις μπαταρίες του γεμάτες ώστε να παίξει όλα τα τραγούδια, και οι φωνές του κάθε καραγκιοζοπαίχτη ακούγονταν σαν κρύσταλλο από το μικρόφωνο και τα ηχεία. Η παράσταση πήγε περίφημα, και ο προβολέας απερίσπαστος έδωσε τον καλύτερό του εαυτό. Στο τέλος εισέπραξε ένα πολύ μεγάλο και ζεστό χειροκρότημα από όλους τους θεατές.
Από εκείνη τη μέρα, και αφού το πάθημα του έγινε μάθημα, κατάλαβε πως αν ήθελε να γίνει πραγματικά καλός σε κάτι, θα έπρεπε να δίνει όλη του την προσοχή σε αυτό και για τα υπόλοιπα να ζητάει βοήθεια.