ΜΙΑ ΡΟΥΤΑΜΠΑΓΚΑ (Γουλί στα ελληνικά...) που ζούσε κάποτε σε έναν κήπο έμενε μονίμως ακούρευτη και αρνιόταν να πάει στο κουρείο.
Έτσι μια μέρα που το κακό παράγινε, το μαλλί της μεγάλωσε τόσο που άρχισε να μπαίνει στα μάτια της και να τη στραβώνει. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά γέλασαν μαζί της και της πρότειναν ευγενικά να πάει σε έναν κουρέα.
Αυτή πάλι, πείσμωσε χειρότερα, αφού είχε μεγάλη ιδέα για τα μαλλιά της και πίστευε πως ο κουρέας θα της τα κατέστρεφε. Έτσι λοιπόν, πήρε μόνη της μια κουρευτική μηχανή και στήθηκε μπροστά στον καθρέπτη να κουρευτεί. Τόσο δυσκολεύτηκε όμως, που αφού είδε πως τα έπαιρνε όλα στραβά, προτίμησε να τα κουρέψει όλα γουλί για να διορθώσει το λάθος της.
Αφού τέλειωσε και κοιτάχτηκε καλά καλά στον καθρέπτη, γέμισε ντροπή. «Τώρα πως θα εμφανιστώ μπροστά στους άλλους έτσι καραφλή;», σκέφτηκε. Ύστερα φόρεσε κασκόλ και κουκούλα για να κρύψει το κεφάλι της και βγήκε στην αγορά να γυρέψει περούκα. Μάταια όμως, αφού δεν έβρισκε καμία να χωράει στο κεφάλι της.
Γυρνώντας στον κήπο, σκέφτηκε άλλη ιδέα: πήρε ένα κομμάτι γκαζόν και έβαλε αυτό στο κεφάλι της για περούκα. Ύστερα εμφανίστηκε μπροστά στα άλλα φρούτα και λαχανικά για να τους υπερηφανευτεί για το τι ωραία που κουρεύτηκε μόνη της. «Δεν χρειάστηκα κουρέα», τους είπε και αυτά έμειναν να απορούν.
Μετά από λίγο όμως, φύσηξε δυνατός αέρας, ο οποίος της πήρε το κομμάτι γκαζόν απ’ το κεφάλι και το έριξε κάτω, αποκαλύπτοντας το κεφάλι της που ήταν κουρεμένο γουλί. Αυτή τότε κοκκίνισε από ντροπή και από τα άλλα φρούτα και λαχανικά άλλα λύθηκαν στα γέλια και άλλα έμειναν με το στόμα ανοικτό.
Από τότε κι αυτή πήρε το μάθημά της, να επισκέπτεται τον κουρέα ώστε να κουρεύεται στην ώρα της.