ΕΝΑ ΚΟΡΟΜΗΛΟ κάποτε ήταν πολύ ευαισθητούλι και έκλαιγε με το παραμικρό. Κάθε φορά που έβαζε τα κλάματα έκανε πάρα πολλή φασαρία και δεν έλεγε να σταματήσει με τίποτα, ο κόσμος να χαλούσε. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά στον κήπο από την μια το κορόιδευαν που έκλαιγε με ασήμαντα πράγματα, από την άλλη προβληματίζονταν πολύ αφού δεν ήξεραν πως να το κάνουν να ηρεμήσει.
Έτσι μια μέρα, μαζεύτηκαν όλα μαζί για να δουν τι θα κάνουν μαζί του. Τότε πήρε τον λόγο ένα σκληρό πεπόνι, το οποίο είχε την φήμη "χοντρόπετσου", αφού η φλούδα του ήταν πολύ σκληρή και δεν έδειχνε να στενοχωριέται με τίποτα. "Το κορόμηλο βάζει τα κλάματα με το παραμικρό και κάνει πολύ φασαρία στον κήπο. Αφού δεν έχει σταματημό, καλύτερα να το διώξουμε από τον κήπο", είπε στα άλλα φρούτα και λαχανικά.
Έπειτα πήρε τον λόγο μια γλυκούλα φράουλα, η οποία είπε: "Ας μην είμαστε σκληροί μαζί του. Αν τον διώξουμε, σίγουρα θα βάλει τα κλάματα και σταματημό δεν θα 'χει. Καλύτερο θα ήταν να κρυφτούμε πίσω από δέντρα και βράχους και να κάνουμε πως τον αφήσαμε μόνο του. Αφού κλάψει και ξεθυμάνει, θα μάθει μόνο του και πως να σταματάει."
Έτσι και έγινε. Μια μέρα που το κορόμηλο είχε βγει βόλτα στο δάσος, τα άλλα φρούτα και λαχανικά κρύφτηκαν πίσω από δέντρα και πέτρες, και περίμεναν υπομονετικά να γυρίσει. Μόλις γύρισε, άρχισε να τους ψάχνει και κατάλαβε ότι είχαν φύγει και το είχαν αφήσει μόνο του στον κήπο.
"Μα που πήγαν όλοι;", είπε φωναχτά με την λεπτή του φωνή. Ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει από το ένα του μάτι. Έπειτα κι άλλο ένα, κι άλλο ένα. Φώναζε και έκανε χαμό, και δεν έλεγε να σταματήσει το κλάμα με τίποτα. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά όμως δεν έκαναν βήμα να βγουν απ' την κρυψώνα τους.
Συνέχισε να κλαίει και να χτυπιέται από κάτω, ώσπου τα δάκρυά του μαζεύτηκαν στο έδαφος και έγιναν ρυάκια. Τα ρυάκια έγιναν ποτάμια, και τα ποτάμια λίμνες στο χώμα. Αυτός συνέχιζε να κλαίει ώσπου από το πολύ κλάμα πλημμύρισε όλος ο κήπος, και πλέον αυτός κολυμπούσε σε μια μεγάλη θάλασσα από δάκρυα.
Όταν κάποια στιγμή συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, κοίταξε τριγύρω του και δεν μπορούσε να το πιστέψει. "Θεέ μου, θα πνιγώ!", φώναξε, αφού δεν ήξερε να κολυμπάει και δεν είχε μπρατσάκια να βάλει.
"Εντάξει λοιπόν, ξεθύμανες;", το ρώτησε η φράουλα από μακρυά. "Κοίτα τώρα τι χαμό προκάλεσες", συμπλήρωσε. Τότε είδε τα άλλα φρούτα και λαχανικά να πλησιάζουν προς το μέρος του φορώντας σωσίβια, πάνω σε φουσκωτές βάρκες, στις οποίες έκαναν κουπί. Το περιμάζεψαν, του έδωσαν πετσέτα να σκουπιστεί, και το έβγαλαν στην στεριά. Αυτό ησύχασε και σκούπισε και τα τελευταία δάκρυα από πάνω του. Ύστερα αντίκρισε τον πλημμυρισμένο κήπο και αναρωτήθηκε αν πραγματικά άξιζε όλος αυτός ο χαμός.
Την επόμενη μέρα που ο κήπος είχε στεγνώσει, το γρασίδι έμοιαζε πιο πράσινο από ποτέ, αφού από το κλάμα είχε ποτίσει το έδαφος. Το κορόμηλο ευχαρίστησε τα άλλα φρούτα και λαχανικά που το έσωσαν, και από τότε τους υποσχέθηκε πως θα γινόταν λιγότερο ευσυγκίνητο.