EΝΑ ΚΟΥΤΙ κάποτε σε ένα δωμάτιο δυσκολευόταν πολύ να κρατήσει μυστικά. Τα άλλα αντικείμενα στο σπίτι απέφευγαν να του δίνουν πληροφορίες για τα θέματα που τα απασχολούσαν, αφού είχε τη φήμη του "μαρτυριάρη". "Δεν σου λέμε τα μυστικά μας γιατί πας και τα λες", του έλεγαν.
"Εμένα κανένας δε μου λέει τα μυστικά του", έλεγε αυτό απογοητευμένο, και κάθε φορά που έβλεπε τα άλλα αντικείμενα στο σπίτι να σιγοψιθυρίζουν, πίστευε πως θα έλεγαν κάτι που δεν έπρεπε να ακούσει. Έπειτα πάλι όταν πλησίαζε για να ακούσει, νόμιζε πως άλλαζαν θέμα κατευθείαν.
Ώσπου μια μέρα, το κουτί βρέθηκε δίπλα στο τηλέφωνο, το οποίο γνώριζε όλα τα μυστικά του σπιτιού απ' έξω κι ανακατωτά. "Κρατάς μυστικό;", το ρώτησε αυτό. "Βεβαίως!", του απάντησε το κουτί ενθουσιασμένο. Το τηλέφωνο έπειτα του σιγοψιθύρισε στο αυτί: "Η νοικοκυρά δε θυμάται που έβαλε τον απλήρωτο λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος και περιμένει από στιγμή σε στιγμή να της το κόψουνε".
Το κουτί πανικοβλήθηκε, αφού γνώριζε πως χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα δεν θα λειτουργούσε καμία ηλεκτρική συσκευή. "Υποσχέθηκες να μην το πεις πουθενά όμως, έτσι;", του είπε το τηλέφωνο, το οποίο όμως δεν χρειαζόταν ρεύμα για να λειτουργήσει και γι' αυτό δεν ανησυχούσε.
Μόλις το κουτί γύρισε στο δωμάτιο, άρχισε να προβληματίζεται πολύ για το αν θα έπρεπε να φανερώσει το μυστικό ή όχι. Έβλεπε να περνούν από μπροστά τους λογής λογής ηλεκτρικές συσκευές, λάμπες, αερόθερμα, τοστιέρες και λάπτοπ. Μόλις τα έβλεπε, το κουτί τα φανταζόταν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και μόνο που δεν έβαζε τα κλάματα στην ιδέα ότι θα έσβηναν αβοήθητα. Έπειτα πάλι έβλεπε τη νοικοκυρά να κυκλοφορεί ατάραχη μέσα στο σπίτι, χωρίς να δείχνει καθόλου στενοχωρημένη για το κακό που θα έβρισκε τις ηλεκτρικές συσκευές. Με αυτά και με αυτά, δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ, παρά μόνο στριφογυρνούσε στο κρεβάτι και αναρωτιόταν τι πρέπει να κάνει.
Την επόμενη μέρα το πρωί βγήκε στο μπαλκόνι για να πάρει αέρα και να σκεφτεί τι θα έκανε με το μυστικό. Τότε είδε στο δέντρο δίπλα στο σπίτι να κάθεται μια σοφή κουκουβάγια, και σκέφτηκε να τη ρωτήσει για το αν θα έπρεπε να αποκαλύψει το μυστικό ή όχι, αφού είχε φήμη μαρτυριάρη και μετά από αυτό κανένας δε θα του ξανάλεγε μυστικό όπως και να 'χε.
"Σοφός όποιος μπορεί να κρατήσει ένα μυστικό. Σοφότερος όμως όποιος δεν έχει καθόλου μυστικά να κρατήσει", του είπε η κουκουβάγια. Το κουτί όμως μπερδεύτηκε πολύ από την απάντηση αφού δεν κατάλαβε αν θα έπρεπε να αποκαλύψει το μυστικό ή όχι.
Έτσι προβληματισμένο και γεμάτο ανησυχία γύρισε πίσω στο δωμάτιο, όπου άρχιζε να το λούζει κρύος ιδρώτας μόνο στη σκέψη ότι το ρεύμα από στιγμή σε στιγμή θα κοβόταν. Τότε εμφανίστηκε η νοικοκυρά, η οποία άνοιξε το κουτί και αφού πέταξε ένα κάρο άχρηστα χαρτιά από μέσα, βρήκε τον απλήρωτο λογαριασμό. "Ώστε εδώ μου είσαι!", φώναξε, και έπειτα έτρεξε να τον πληρώσει. Το κουτί ένιωσε ένα τεράστιο βάρος να φεύγει από πάνω του και χάρηκε πολύ που βγήκε από την δύσκολη θέση.
"Τέλος καλό, όλα καλά", είπε το κουτί στο τηλέφωνο. "Αλλά σε παρακαλώ από δω και πέρα μη μου ξαναπείς να κρατήσω μυστικό!".