Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, ένα αγριογούρουνο είχε προκαλέσει πολύ μεγάλες ζημιές: κατέστρεφε τα χωράφια των αγροτών, σκότωνε τα πρόβατα και τραυμάτιζε τους ανθρώπους με τα κέρατά του. Ο βασιλιάς υποσχέθηκε μια πολύ μεγάλη ανταμοιβή σε όσους θα μπορούσαν να το πιάσουν, ζωντανό ή νεκρό, αλλά το αγριογούρουνο ήταν τόσο δυνατό που κανένας δεν κατάφερνε να το αιχμαλωτίσει. Έτσι μια μέρα ο βασιλιάς ανέβασε την αμοιβή σε χίλια χρυσά φλουριά και ζήτησε από όλους στο βασίλειο να το πιάσουν και να του το φέρουν.
Στην ίδια χώρα ζούσαν δυο αδελφοί, γιοι ενός φτωχού αγρότη, του οποίου το χωράφι το είχε καταστρέψει πρόσφατα το αγριογούρουνο. Αφού δεν είχαν άλλα χωράφια αλλά ούτε και ζώα από τα οποία θα μπορούσαν να βγάλουν χρήματα, ο πατέρας τους ζήτησε να πιάσουν το αγριογούρουνο ώστε με τα λεφτά να πάρουν καινούριο κτήμα. Ο πρώτος γιος, ο οποίος ήταν πονηρός, σκέφτηκε πως αν τα κατάφερνε θα κρατούσε τα λεφτά για τον εαυτό του. Ο μικρότερος γιος, ο οποίος ήταν απονήρευτος και αθώος, προθυμοποιήθηκε από την καλή του καρδιά και τον σεβασμό προς τον πατέρα του.
Παρουσιάστηκαν και οι δυο στον βασιλιά, ο οποίος τους είπε: "Για να βρείτε το αγριογούρουνο, θα ήταν καλύτερα να μπείτε στο δάσος από τις αντίθετες πλευρές". Και έτσι ο μεγάλος αδελφός μπήκε από τα δυτικά, ενώ ο μικρότερος από τα ανατολικά.
Αφού ο μικρός περπάτησε αρκετά, εμφανίστηκε μπροστά του ένας νάνος, ο οποίος κρατούσε ένα δόρυ, και του είπε: "Επειδή είσαι αθώος και αγνός, θα σου δώσω αυτό το δόρυ για να προστατευτείς και αυτό το δίχτυ για να πιάσεις το αγριογούρουνο. Αλλά πριν κάνεις να το σκοτώσεις, προσπάθησε να το ημερεύσεις με τα λόγια. Γιατί κανένας ως τώρα δεν προσπάθησε να του μιλήσει, παρά μόνο θέλησαν με το τσεκούρι να του πάρουν το κεφάλι για να το φέρουν πίσω στον βασιλιά."
Έπειτα ο νάνος εξαφανίστηκε. Ο μικρός αδελφός πήρε το δόρυ και το δίχτυ και περπάτησε μέσα στο δάσος με θάρρος. Λίγο αργότερα, είδε το αγριογούρουνο, το οποίο του επιτέθηκε. Αυτός αμύνθηκε με το δόρυ, και με γρήγορες κινήσεις το απέφυγε, ώσπου κατάφερε να το αιχμαλωτίσει και να του περάσει το δίχτυ. Τότε, αφού αυτό δεν μπορούσε να κινηθεί, του είπε:
"Δεν θέλω να σε σκοτώσω, παρά μόνο να σε πάω στον βασιλιά μας ως απόδειξη ότι δεν θα μπορέσεις να κάνεις άλλη ζημιά στους αγρους".
Το αγριογούρουνο τότε έβγαλε ανθρώπινη λαλιά και του απάντησε: "Αν είναι έτσι, ας έρθω μέχρι εκεί ώστε να πάρεις την αμοιβή σου."
Και έτσι συμφώνησαν πως ο μικρός αδελφός θα παρουσίαζε το αγριογούρουνο ως λάφυρο στον βασιλιά, και έπειτα θα το άφηναν πάλι ελεύθερο έξω από το βασίλειο. Αυτός του έβγαλε το δίχτυ και το φόρτωσε στον ώμο, και ξεκίνησε για το δρόμο προς το παλάτι του βασιλιά.
Στον δρόμο όμως, και καθώς έπεφτε η νύχτα, τον είδε ο μεγάλος αδελφός, ο οποίος ως τότε είχε προσπαθήσει πολύ για να βρει το αγριογούρουνο χωρίς να τα καταφέρει. Τότε γέμισε ζήλεια, και σκέφτηκε ένα τέχνασμα για να πάρει το αγριογούρουνο από τον αδελφό του. Πάνω του είχε δυο καρβέλια ψωμί και μερικά μπουκάλια κρασί.
Του φώναξε από μέσα από τα δάση: "Έλα αδελφέ μου να ξεκουραστείς, και πιες λίγο από το κρασί που έχω πάνω μου."
Ο μικρότερος αδελφός, που ήταν αθώος και δεν υποψιαζόταν τίποτα κακό, έδεσε το αγριογούρουνο σε ένα δέντρο, και κάθισε για να πιει. Σύντομα όμως από το πολύ κρασί ζαλίστηκε, και τον πήρε ο ύπνος. Τότε ο μεγάλος αδελφός τον έδεσε κι αυτόν στο δέντρο, και με το τσεκούρι του έκοψε το κεφάλι του αγριογούρουνου για να το πάει ως λάφυρο στον βασιλιά. Έτσι παρουσιάστηκε μπροστά του, και του έδειξε το κατόρθωμά του.
Όταν του ζήτησε τα χίλια χρυσά φλουριά ως ανταμοιβή, το κεφάλι του αγριογούρουνου ζωντάνεψε και με ανθρώπινη μιλιά είπε: "Βασιλιά μου μην του τα δώσεις, γιατί δεν είναι αυτός που με έπιασε ζωντανό, αλλά ο αδελφός του, τον οποίο ξεγέλασε για να πάρει την ανταμοιβή. Θα τον βρείτε δεμένο σε ένα δέντρο στο δάσος."
Έπειτα το αγριογούρουνο σώπασε για πάντα. Ο μεγάλος αδελφός στην αρχή ντράπηκε, αλλά μετά από λίγο τα αρνήθηκε όλα και έκανε πως δεν ήξερε τίποτα. Ο βασιλιάς οργίστηκε πολύ και έβαλε να ψάξουν όλο το δάσος για να βρουν τον μικρό αδελφό. Έτσι και έγινε.
Ώρες ολόκληρες αργότερα, οι φρουροί έφεραν τον μικρό αδελφό, ο οποίος είπε όλη την ιστορία στον βασιλιά. Αυτός, αφού διέταξε να κλείσουν τον μεγάλο αδελφό στη φυλακή, έδωσε στον μικρό τα χίλια χρυσά φλουριά ως ανταμοιβή.
Αυτός αγόρασε με αυτά καινούριο κτήμα για τον πατέρα του, στο οποίο έζησαν μέχρι τα βαθιά γεράματα.