Μια φορά και έναν καιρό στην Ιαπωνία ζούσε ένας ποντικός με την γυναίκα του, ο οποίος καταγόταν από αρχοντική γενιά. Μαζί είχαν μια κόρη, η οποία ήταν η πιο αξιαγάπητη ποντικίνα σε όλο τον ποντικοκόσμο.
Οι γονείς της ήταν πολύ περήφανοι για αυτή, και φρόντιζαν να της μάθουν όλα όσα ήξεραν. Δεν υπήρχε άλλη νεαρή ποντικίνα σε όλο το ποντικοβασίλειο τόσο έξυπνη όσο αυτή στο να ροκανίζει το πιο σκληρό ξύλο, ή που θα μπορούσε να πέσει από τόσο μεγάλο ύψος σε ένα κρεβάτι, να αποφύγει τις φάκες ή να τρέξει γρήγορα μακριά από μια γάτα. Μεγάλη επιμέλεια επίσης είχαν δείξει, πέρα από το να καλλιεργήσουν τα ταλέντα της, και στην εμφάνισή της: το δέρμα της έλαμπε σαν το μετάξι, τα δόντια της ήταν όμορφα σαν μαργαριτάρια και ακονισμένα στην εντέλεια.
Αλλά με όλα αυτά, οι γονείς της είχαν την απαίτηση να έχει έναν εξίσου τέλειο γάμο, και, καθώς αυτή μεγάλωνε, αυτοί άρχισαν να ψάχνουν για έναν κατάλληλο γαμπρό. Ο πατέρας της, που ήταν από ευγενική ράτσα, επιθυμούσε η κόρη του να παντρευτεί κάποιον ευγενή: θα ήθελε για γαμπρό κάποιον εξαίρετο νέο, με μακριά όμορφα μουστάκια που να φτάνουν στο έδαφος, από αρχοντική οικογένεια τουλάχιστον όσο η δικιά του. Η μητέρα της πάλι, που θεωρούσε χαζά όλα αυτά περί ευγενικής καταγωγής, είχε τις δικές τις απόψεις σχετικά με τον ποιον θα έπρεπε να παντρευτεί η κόρη της.
"Πρέπει να στοχεύουμε ψηλά", έλεγε. "Ψηλά ως τον ουρανό και μέχρι το φεγγάρι, γιατί η κόρη μας είναι ένα αστέρι λαμπερό". Ώρες και μέρες ατελείωτες μάλωναν αναμεταξύ τους για το πως θα ήταν αυτός που θα έπρεπε να παντρευτεί η κόρη τους, χωρίς να τους ενδιαφέρει καθόλου η άποψή της. Αυτή πάλι, δεν ήθελε κανέναν για γαμπρό, παρά μόνο να κυνηγάει τα όνειρά της.
"Η ομορφιά της κόρης μου δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα στη γη", έλεγε αυτή και ξανάλεγε, ώσπου ο πατέρας ποντικός της είπε: "τότε καλύτερα να της δώσουμε τον Ήλιο για γαμπρό."
Και έτσι λοιπόν συμφώνησαν να προσφέρουν την κόρη τους ως νύφη στον ήλιο. Αφού ξόδεψαν ώρες ατελείωτες για να ετοιμαστούν, έβαλαν την κόρη ανάμεσά τους και κίνησαν για να βρουν τον ήλιο. Αυτή πάλι δεν ήθελε ούτε να ακούει για γαμπρό, παρά μόνο τους έκανε το χατήρι για να μην τους ακούει άλλο να τσακώνονται. Το ταξίδι πήρε πολύ καιρό, αλλά στο τέλος του έφτασαν σε ένα ολόχρυσο παλάτι μέσα στο οποίο ζούσε ο ήλιος.
"Ευγενικέ Ήλιε", είπε η μαμά ποντικίνα, "ιδού η κόρη μας! Είναι τόσο όμορφη που η ομορφιά της δεν συγκρίνεται με τίποτα στην γη. Σου την φέραμε λοιπόν για νύφη, αφού και εσύ λάμπεις ψηλά στον ουρανό."
Τότε ο ήλιος, που δεν είχε καμία όρεξη να παντρευτεί, απάντησε: "Με τιμούν πολύ τα λόγια σας, και η προσφορά σας, αλλά θα ήταν άσχημο να εκμεταλλευτώ την άγνοιά σας. Υπάρχει κάτι σπουδαιότερο από μένα στον ουρανό, και αυτό είναι το σύννεφο, γιατί όταν μπαίνει μπροστά μου, οι ακτίνες μου δεν μπορούν να φέξουν".
Και καθώς ο Ήλιος μιλούσε, ένα σύννεφο έτυχε να περνάει ακριβώς από μπροστά του. Η κόρη τότε ανακουφίστηκε, και ο Ήλιος κρύφτηκε πίσω από το σύννεφο. Τότε όμως η μαμά ποντικίνα είπε: "ας δώσουμε την κόρη μας στο σύννεφο". Και γυρίζοντας προς στο σύννεφο επανέλαβε την πρότασή της. Τότε αυτό απάντησε:
"Πραγματικά είμαι ανάξιος για κάτι τόσο όμορφο. Γιατί υπάρχει κάτι πιο δυνατό από εμένα, και αυτό είναι η καταιγίδα. Όταν λοιπόν ξεσπάει καταιγίδα, εγώ ξεθυμαίνω και χάνομαι".
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του και έπεσαν οι πρώτες σταγόνες. Μέσα σε λίγα λεπτά άρχισε να βρέχει, και η βροχή έγινε καταιγίδα. Η μαμά ποντικίνα δεν έχασε χρόνο, και επανέλαβε την πρότασή της, αυτή τη φορά στην καταιγίδα. Η κόρη δυνασχέτησε, αφού δεν ήθελε να παντρευτεί ούτε τον Ήλιο, ούτε το Σύννεφο, πόσο μάλλον την Καταιγίδα που έριχνε βροντές και αστραπές στην γη.
Η Καταιγίδα τότε απάντησε: "Δεν έχετε δίκιο, γιατί μπορεί όντως να κυριαρχώ στα ουράνια, αλλά μόλις ξεθυμάνω την θέση μου θα πάρει ο καταγάλανος ουρανός και το ουράνιο τόξο."
"Το ουράνιο τόξο;", βροντοφώναξε η κόρη, που τόση ώρα δεν είχε βγάλει μιλιά. Και δεν πρόλαβε να βγάλει άχνα ούτε ο πατέρας ποντικός ούτε η μαμά ποντικίνα, και η Καταιγίδα ξεθύμανε και την θέση της πήραν ο καταγάλανος ουρανός και ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο γεμάτο χρώματα. Η κόρη ποντικίνα δίχως σκέψη το σκαρφάλωσε και μαζί του έφυγε στα ουράνια, ευτυχισμένη που αντί για γαμπρό θα κυνηγούσε τα όνειρά της.