Μια φορά και έναν καιρό σε ένα κάστρο, στη μέση ενός σκοτεινού δάσους με πυκνά δέντρα, ζούσε ολομόναχη μια κακάσχημη μάγισσα. Επειδή δεν άντεχε την ασχήμια της, την μέρα μεταμόρφωνε τον εαυτό της σε γάτα ή γεράκι, αλλά τα βράδια που λιγόστευε το φως ξαναγινόταν κανονική γυναίκα. Είχε μάλιστα στο δωμάτιό της έναν καθρέφτη, τον μόνο στον οποίο άντεχε να κοιταχτεί, ο οποίος παραμόρφωνε την εικόνα της και την έδειχνε όμορφη. Και έτσι ζούσε ολομόναχη, αλλά αν πλησίαζε κάποιο ζώο ή κάποιο πουλί, το αιχμαλώτιζε και έπειτα το μαγείρευε και το έτρωγε. Αν όμως κάποιο όμορφο κορίτσι τύχαινε να πλησιάσει στο κάστρο της, η γρια μάγισσα το μεταμόρφωνε σε μαύρο πουλί και το κλείδωνε σε ένα κλουβί. Τόση ήταν μάλιστα η κακία και η ζήλεια της, που στους διαδρόμους και τις σκάλες του κάστρου είχε μαζέψει επτά χιλιάδες κλουβιά με σπάνια είδη μαύρων πουλιών.
Εκείνα τα χρόνια ζούσε επίσης μια καλόκαρδη κοπέλα που την έλεγαν Γρηγορία, η οποία ήταν πιο όμορφη από τις άλλες κοπέλες. Αυτή ήταν πολύ ερωτευμένη με ένα όμορφο παλληκάρι, τον Γρηγόρη, με τον οποίο είχαν αρραβωνιαστεί. Ήθελαν πολύ να βρίσκονται μαζί, και έτσι ένα απόγευμα σκέφτηκαν να πάνε περίπατο στο δάσος. "Πρόσεξε", της είπε ο Γρηγόρης, "να μην πλησιάσεις πολύ κοντά στο κάστρο". Ήταν ένα πολύ όμορφο απόγευμα, όπου ο ήλιος έλαμπε ανάμεσα στα κλωνάρια των δέντρων και στα καταπράσινα φύλλα του δάσους.
Όμως κάποια στιγμή που ο ήλιος άρχισε να πέφτει, το ζευγάρι χάθηκε μέσα στο δάσος. Κοίταξαν τριγύρω, αλλά μπερδεύτηκαν ακόμα περισσότερο, αφού δεν θυμόντουσαν τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Ο μισός ήλιος ήταν ακόμη πίσω από το βουνό ότι η Γρηγορία κοίταξε ανάμεσα στα δέντρα και είδε τα τείχη του κάστρου. Τότε ένιωσε την καρδιά της να γεμίζει τρόμο, και με μιας μετατράπηκε σε ένα κακάσχημο κοράκι.
Μια κουκουβάγια με αστραφτερά μάτια πέταξε τρεις φορές πάνω της. Ο Γρηγόρης πάγωσε από τον φόβο του και έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα, χωρίς να μπορεί να ούτε να κλάψει, ούτε να μιλήσει, ούτε να κουνήσει το μικρό του δαχτυλάκι. Και τότε ο ήλιος έδυσε, και η κουκουβάγια πέταξε σε έναν θάμνο, και από αυτόν βγήκε η γρια μάγισσα, η οποία είχε κάτασπρο, ζαρωμένο δέρμα, γαμψή μύτη και κόκκινα μάτια. Σιγομουρμούρισε στον εαυτό της, έπειτα άπλωσε το χέρι της και έπιασε το κοράκι. Μόλις έκανε να φύγει, κοίταξε με κακία τον Γρηγόρη, και είπε: "Καληνύχτα, νεαρέ. Μόλις το φεγγάρι λάμψει στα μάτια μου, είσαι ελεύθερος να φύγεις".
Έτσι, μόλις αυτή του γύρισε την πλάτη, αυτός ελευθερώθηκε. Έπεσε στα γόνατά του και την παρακάλεσε να του δώσει πίσω την Γρηγορία του, αλλά αυτή του είπε ότι δεν θα την ξαναέχει ποτέ. Περπάτησε μακριά, αλλά αυτός την ακολούθησε και συνέχισε να την παρακαλάει με δάκρυα στα μάτια, ώσπου την είδε να χάνεται μέσα στο σκοτάδι. "Τι θα απογίνω χωρίς την Γρηγορία μου!", σκεφτόταν και έκλαιγε ολονυχτίς, ώσπου τον βρήκε το φως της μέρας το επόμενο πρωί.
Τότε χάθηκε, και βρέθηκε σε ένα παράξενο χωριό, όπου κρατούσε πρόβατα για πολύ καιρό. Πολλές φορές πλησίασε το κάστρο με τα πρόβατά του, αλλά ποτέ δεν έφτανε αρκετά κοντά. Ένα βράδυ ονειρεύτηκε ότι βρέθηκε μέσα στο Κάστρο, το οποίο ήταν γεμάτο με κλουβιά πουλιών. Όταν μπήκε στο δωμάτιο της μάγισσας και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη, παρατήρησε πως ο καθρέφτης τον έδειχνε πιο όμορφο απ' ότι ήταν. Μόλις όμως μπήκε η μάγισσα στο δωμάτιο και τον είδε να κοιτάζεται στον καθρέφτη της, γέμισε ζήλεια, θύμωσε και πέταξε τον καθρέφτη κάτω να τον κάνει χίλια κομμάτια. Τότε όλα τα πουλιά τριγύρω ξανάγιναν κορίτσια, και αυτός βρήκε την Γρηγορία του ανάμεσα στα άσχημα κοράκια. Αλλά μετά πάλι αυτός ξύπνησε, και κατάλαβε πως δεν ήταν παρά ένα όνειρο, που είχε δει στον ύπνο του.
Το πρωί που σηκώθηκε, πήγε στο χωριό και αναζήτησε τεχνίτη που έφτιαχνε καθρέφτες. Σε αυτόν έδωσε όλα του τα πρόβατα και του ζήτησε για αντάλλαγμα να του φτιάξει έναν καθρέφτη που θα έδειχνε τους ανθρώπους άσχημους. Ο τεχνίτης κουράστηκε πολύ, και δούλεψε οχτώ μέρες και οχτώ νύχτες. Στο τέλος της όγδοης νύχτας, του παρέδωσε τον σπάνιο καθρέφτη, ο οποίος για οποιονδήποτε κανονικό άνθρωπο θα ήταν τελείως άχρηστος.
Ο Γρηγόρης πήρε τον καθρέφτη και άρχισε να κοιτάζει την μορφή του, η οποία του φαινόταν άσχημη και αποκρουστική. Αφού χόρτασε να την κοιτάζει και την συνήθισε, ξεκίνησε τον δρόμο μέχρι το Κάστρο, δίχως να σηκώσει το βλέμμα του απ' τον καθρέφτη ούτε λεπτό. Περπάτησε μέχρι που έφτασε στην πύλη, τότε κοντοστάθηκε για να απολαύσει το κελάηδισμα των πουλιών. Έπειτα άνοιξε την πύλη και προχώρησε τους διαδρόμους, οι οποίοι ήταν γεμάτοι μαύρα πουλιά. Στην πορεία συνάντησε την Γρηγορία, η οποία όπως ήταν μεταμορφωμένη σε κοράκι και έβγαζε πράσινο δηλητήριο από το στόμα της. Την προσπέρασε δίχως να την καταλάβει.
Ο Γρηγόρης κατευθύνθηκε γρήγορα προς την κυρίως αίθουσα, στην οποία βρισκόταν η μάγισσα μαζί με τα επτά χιλιάδες κλουβιά, όλα γεμάτα μαύρα πουλιά. Αυτή μόλις τον είδε, τον κοίταξε με τα κόκκινα μάτια της, αλλά αυτός, αντί να παγώσει από φόβο, την πλησίασε και έβαλε μπροστά της τον καθρέφτη. Μόλις αντίκρισε την μορφή της, έφριξε που ο καθρέφτης την έδειχνε κακάσχημη και ξέσπασε σε κλάματα. Τότε έτρεξε στον δικό της καθρέφτη.
Μόλις αντίκρισε την μορφή της κοντοστάθηκε να την θαυμάσει, αλλά ο Γρηγόρης με μιας άρπαξε τον καθρέφτη και τον πέταξε στο πάτωμα, κάνοντάς στον χίλια κομμάτια. Και τότε τα μαύρα πουλιά ξανάγιναν κορίτσια, και ο Γρηγόρης ξαναβρήκε την Γρηγορία του, και αυτή έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Η γριά μάγισσα έχασε την ικανότητά της να κάνει μάγια, και το Κάστρο της μετατράπηκε σε αχυρώνα. Και έτσι απαλλάχθηκαν απ' την κακία της.
Ο Γρηγόρης γύρισε σπίτι μαζί με την Γρηγορία, και μαζί έζησαν ευτυχισμένοι ως τα βαθιά γεράματα.