Μια χήρα είχε δυο κόρες, η μία όμορφη και εργατική, ενώ η δεύτερη άσχημη και τεμπέλα. Αγαπούσε μόνο όμως αληθινά την δεύτερη, που ήταν πραγματική της κόρη και της έμοιαζε. Έτσι η όμορφη κόρη αναγκαζόταν να κάνει όλες τις δουλειές, και ήταν η σταχτοπούτα του σπιτιού.
Κάθε μέρα το κορίτσι καθόταν κοντά στο πηγάδι, κοντά σε έναν μεγάλο δρόμο και έγνεθε τόσο πολύ που τα δάχτυλά της μάτωναν. Μια μέρα όμως που η κουβαρίστρα κοκκίνισε από το αίμα, έκανε να την πλύνει στο πηγάδι, αλλά της έφυγε απ' τα χέρια και έπεσε μέσα. Έκλαψε, και έτρεξε στην γρια μητριά της να της πει τι της είχε συμβεί. Αυτή την αποπείρε, και της είπε: "Αφού την άφησες να πέσει μέσα, εσύ πρέπει να πας να την φέρεις."
Και έτσι το κορίτσι πήγε στο πηγάδι, και επειδή δεν ήξερε τι να κάνει, έπεσε μέσα. Μόλις βρέθηκε στον πάτο του πηγαδιού έχασε τις αισθήσεις του. Όταν ξύπνησε βρέθηκε σε έναν πανέμορφο λιβάδι με χιλιάδες πανέμορφα λουλούδια. Περπάτησε μέσα σε αυτό μέχρι που βρήκε έναν φούρνο, στον οποίο ψήνονταν καρβέλια με ψωμί. Αυτά της φώναξαν: "Βγάλε μας, βγάλε μας, καιγόμαστε!". Και έτσι αυτή πήρε το φτυάρι του φούρναρη, έβγαλε το ψωμί από μέσα και περιμάζεψε τα ζεστά καρβέλια σε μια καλάθα.
Λίγο πιο κάτω βρήκε ένα δέντρο γεμάτο κατακόκκινα μήλα. "Ρίξε μας, ρίξε μας", της φώναξαν. "Είμαστε μήλα, και κάποιος πρέπει να μας ρίξει από το δέντρο γιατί ωριμάσαμε." Και έτσι αυτή κούνησε τη μιλιά και τα μήλα έπεσαν στο έδαφος. Τα περιμάζεψε, τα καθάρισε από τα χώματα και τα έβαλε στο καλάθι.
Έπειτα προχώρησε λίγο παρακάτω και βρέθηκε σε ένα ποτάμι με πεντακάθαρο, γάργαρο νερό, ενώ λίγο πιο πέρα, στην σκιά ενός δέντρου, καθόταν ένας καλόγερος. Αυτός, μόλις την είδε, της είπε: "Σε λίγο θα περάσει μια καλή κυρία. Δώσε της να φάει και να πιεί για να ξεκουραστεί, και αυτή θα ανταμείψει τον κόπο σου".
Έτσι και έγινε. Η όμορφη κοπέλα έβγαλε ένα πεντακάθαρο κύπελο που είχε πάντα μαζί, και αφού το ξέπλυνε, το γέμισε γάργαρο νερό. Μετά από λίγο παρουσιάστηκε μια καλή κυρία, η κυρά Χόλε, η οποία της ζήτησε φαγητό και νερό. Αυτή της έδωσε από τα ζεστά καρβέλια, τα κατακόκκινα μήλα και το νερό που είχε μαζέψει. Αφού ευχαριστήθηκε, της είπε:
"Θα σου δώσω έναν σπόρο, τον οποίο θα φυτέψεις σε μια γλάστρα και θα τον ποτίσεις. Μετά από λίγη ώρα θα φυτρώσει η ανταμοιβή σου".
Και έτσι η όμορφη κοπέλα πήρε τον σπόρο και τον φύτεψε στο έδαφος. Τον πότισε με το γάργαρο νερό του ποταμιού, και από αυτόν φύτρωσε ένα μικρό φυτό, του οποίου τα άνθη ήταν ολόχρυσα και ευωδιαστά. Αυτή τα μάζεψε ένα-ένα και ρώτησε τον καλόγερο τον δρόμο για να γυρίσει πίσω.
Τότε ο καλόγερος της έδειξε μια μεγάλη πύλη, η οποία θα την οδηγούσε πίσω στο χωριό και στο σπίτι της. Αυτή περπάτησε μέσα από την πύλη, και έπειτα βρέθηκε στο χωριό, όπου πήγε και αγόρασε μια ολοκαίνουρια κουβαρίστρα, αφού πλέον οι τσέπες της ήταν γεμάτες ολόχρυσα πέταλα λουλουδιών που ανέδυαν μια πανέμορφη μυρωδιά.
Όταν γύρισε πίσω, η μητριά θύμωσε μαζί της που είχε αργήσει τόσο πολύ. Μόλις όμως της έδειξε την κουβαρίστρα και τα ολόχρυσα πέταλα και της εξήγησε τι είχε συμβεί, αυτή γέμισε ζήλεια και σκέφτηκε να στείλει και την άλλη κόρη ώστε να αποδείξει ότι θα μπορούσε να έχει κι αυτή μια ακόμη καλύτερη ανταμοιβή.
Και έτσι η άσχημη κόρη κίνησε για το πηγάδι, παίρνοντας από το σπίτι ένα κομμάτι ψωμοτύρι και νερό σε δοχείο. Αφού έπεσε στον πάτο και λιποθύμησε, ξύπνησε στο λιβάδι. Περπάτησε αρκετά ώσπου βρήκε τον φούρνο, μέσα από τον οποίο φώναζαν τα καρβέλια ψωμί: "Βγάλε μας, βγάλε μας, καιγόμαστε!"Αυτή τα αγνόησε και προχώρησε παρακάτω, ώσπου βρήκε την μηλιά με τα κατακόκκινα μήλα. Και αυτά της φώναξαν: "Ρίξε μας, ρίξε μας από το δέντρο, γιατί ωριμάσαμε και αλλιώς θα σαπίσουμε!". Αυτή πάλι όχι μόνο δεν τα έριξε, αλλά δεν μάζεψε και όσα είχαν ήδη πέσει στο έδαφος, αφού ήταν πολύ τεμπέλα και κουραζόταν μόνο στην σκέψη ότι έπρεπε να σκύψει.
Λίγο παρακάτω βρήκε το ποτάμι με το πεντακάθαρο, γάργαρο νερό και τον καλόγερο που καθόταν στην σκιά του δέντρου. Αυτός της είπε: "Θα περάσει μια καλή κυρία σε λίγο. Δώσε της να φάει και να πιει για να ξεκουραστεί, και αυτή θα σε ανταμείψει αναλόγως."
Έτσι και έγινε. Μετά από λίγο πέρασε η κυρία Χόλε, η οποία ήταν κουρασμένη από τον δρόμο και κάθισε να ξεκουραστεί. Αλλά η άσχημη, τεμπέλα κόρη είχε μαζί της μόνο λίγο ψωμοτύρι, το οποίο τόσες μέρες είχε πιάσει μούχλα, καθώς και λίγο νερό σε δοχείο, το οποίο είχε πιάσει σκουλήκια, αφού τα ρούχα της και τα πράγματά της ήταν βρώμικα.
Μόλις τα είδε η κυρία Χόλε τα δέχθηκε, και της είπε: "Με τον σπόρο που θα φυτέψεις, θα πάρεις την ανταμοιβή σου. Θα πρέπει όμως να τον βάλεις σε ένα γλαστράκι και να τον ποτίσεις."
Η κόρη, που ούτε γλάστρα είχε, αλλά ούτε την υπομονή να ποτίσει το λουλούδι μόνη της και να το δει να μεγαλώνει, πήρε τον σπόρο και τον έβαλε στις τσέπες της. Ύστερα ζήτησε από τον καλόγερο να της δείξει τον δρόμο του γυρισμού. Αυτός της έδειξε την μεγάλη πύλη, μέσα από την οποία είχε προηγουμένως περάσει και η εργατική κόρη.
Όταν έφτασε στο σπίτι, εξήγησε στην γριά μητέρα της τι είχε συμβεί, και της ζήτησε να ποτίσουν παρέα τον σπόρο ώστε να δουν τι καρπούς θα βγάλει. Η εργατική κόρη που κρυφάκουσε την συζήτηση, κρύφτηκε σε μια γωνία ώστε να δει το θέαμα με την ησυχία της. Αφού λοιπόν φύτεψαν τον σπόρο σε ένα γλαστράκι, του έριξαν άφθονο νερό ώστε αυτός να αρχίσει να φυτρώνει. Μετά από λίγο φύτρωσε ένα αποκρουστικό φυτό, το οποίο μύριζε άσχημα και του οποίου τα λουλούδια έμοιαζαν με κλειστά στόματα.
Η τεμπέλα κόρη παραξενεύτηκε, αφού η αδελφή της είχε φέρει στο σπίτι πέταλα από χρυσάφι. Έτσι πήρε το θάρρος και χρησιμοποιώντας ένα ξύλο προσπάθησε να ανοίξει ένα από τα στόματα των λουλουδιών. Αυτό πιτσίλισε στο πρόσωπο και στα ρούχα, και αυτήν και την γρια μητέρα της, με ένα καφετί βρωμερό υγρό που μύριζε άσχημα και δεν έφευγε με τίποτα από πάνω τους.
Η εργατική κόρη πάλι, που παρακολουθούσε στα κρυφά απ'την γωνιά της, λύθηκε στα γέλια, αφού και οι δυο τους είχαν πάρει το μάθημά τους.