Κάποτε ένας βασιλιάς είχε έναν υπηρέτη πιστό και καλό που τον έλεγαν Ιωάννη. Ο Ιωάννης υπηρετούσε τον βασιλιά του τόσο πιστά που αυτός του είχε εμπιστευτεί όλες τις δύσκολες υποθέσεις του βασιλείου του και κάθε φορά που έπαιρνε κάποια απόφαση τον υποστήριζε σαν να ήταν δική του. Τα χρόνια όμως πέρασαν και ήρθε η στιγμή που ο βασιλιάς θα έφευγε για τον ουρανό. Τότε φώναξε τον Ιωάννη στο κρεβάτι του και του είπε: "Θα υπηρετείς τον γιο μου όπως υπηρέτησες εμένα. Μόλις πεθάνω θα του δείξεις όλες τις αίθουσες του Κάστρου, αλλά δεν θα ανοίξεις την πόρτα της αίθουσας με τον πίνακα της άγνωστης Κυράς".
Ο βασιλιάς πέθανε και ο Ιωάννης, πιστός στην υπόσχεσή του έδειξε στον πρίγκηπα όλες τις αίθουσες του Κάστρου. Ο πρίγκηπας όμως βρήκε την ευκαιρία όσο δεν πρόσεχε ο Ιωάννης και άνοιξε την πόρτα της απαγορευμένης αίθουσας, όπου αντίκρυσε έναν πανέμορφο πίνακα μιας μυστηριώδους γυναίκας που έμοιαζε στην γνωστή Μονα Λίζα. Μόλις την είδε, την ερωτεύτηκε και θέλησε να γνωρίσει την πραγματική γυναίκα πίσω από την Μόνα Λίζα για να διαπιστώσει την ομορφιά της. Όταν ο Ιωάννης κατάλαβε τι είχε συμβεί, ξέσπασε σε κλάμματα και εξήγησε στον πρίγκηπα ότι δεν έπρεπε ποτέ να αντικρύσει τον συγκεκριμένο πίνακα γιατί ήταν εντολή του βασιλιά.
Την επόμενη μέρα ο πρίγκηπας μάζεψε συμβούλους απ' όλο το βασίλειό του και ζήτησε να μάθει πως θα μπορούσε να γνωρίσει την γυναίκα αυτή. Αυτοί του εξήγησαν πως μόνο ο καλλιτέχνης που ζωγράφισε τον πίνακα θα μπορούσε να βοηθήσει. Και έτσι ο πρίγκηπας βρήκε καράβια και πήγε ως την Φλωρεντία, όπου γνώρισε τον μεγάλο Ιταλό ζωγράφο Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Όταν τον ρώτησε ποια ήταν η γυναίκα του πίνακα, αυτός του απάντησε πως επρόκειτο για μια θεά τόσο όμορφη που δεν θα μπορούσε να την αντικρίσει θνητός. Τον διαβεβαίωσε όμως ότι το αντίτυπο που είχε ο πατέρας του στο Κάστρο δεν το είχε ζωγραφίσει ο ίδιος, αλλά κάποιος βοηθός του ονόματι Τζιάκομο, ο οποίος ίσως είχε συγκεκριμένη γυναίκα κατά νου.
Ο πρίγκηπας αναθάρρεψε και διέταξε τους υπηκόους του να ψάξουν για όλες τις εκθέσεις ζωγραφικής στην Φλωρεντία ώστε να βρουν τον Τζιάκομο. Επισκεπτόταν την μια έκθεση μετά την άλλη, ώσπου διαπίστωσε ότι υπήρχαν τόσα πολλά αντίτυπα της Μόνα Λίζα που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρουν κάποιο που να μοιάζει με αυτό που είχε στο Κάστρο. Ώσπου μια μέρα, βρήκαν επιτέλους τον γερασμένο πια ζωγράφο Τζιάκομο ο οποίος τους εξήγησε ότι είχε ζωγραφίσει το αντίτυπο αυτό όσο βρισκόταν καλεσμένος στο βασίλειό τους και ότι ίσως θα ήταν σε θέση να αναγνωρίσει την κοπέλα αυτή αν την ξαναέβλεπε.
Τότε αναχώρησαν πίσω για την χώρα τους και προσκάλεσαν όλες τις όμορφες κοπέλες του βασιλείου ώστε να της δει ο Τζιάκομο και να αναγνωρίσει ποια ήταν η "άγνωστη Κυρά" πίσω από τον πίνακα. Αφού τις κοίταξε όλες καλά καλά και δεν βρήκε κάποια που να του θυμίζει κάτι, θυμήθηκε ότι τον καιρό εκείνο είχε είχε ερωτευτεί παράφορα μια κοπέλα άσχημη και φτωχή, η οποία όμως είχε πολύ αρχοντική ψυχή. Όταν η κοπέλα αυτή πέθανε από μια ανίατη ασθένεια, ο Τζιάκομο έβαλε τα δυνατά του και της έφτιαξε ένα πορτραίτο που να ξεπερνάει σε ομορφιά και τις πιο όμορφες κοπέλες της γης.