Πίσω στον μακρινό μεσαίωνα η πόλη Hameln στην Σαξονία της τότε Γερμανίας είχε γεμίσει αρουραίους και λογής λογής ποντικούς, μικρούς, μεγάλους και βρωμερούς. Ο πληθυσμός των τρωκτικών είχε τόσο αυξηθεί που οι μόνιμοι κάτοικοι αναγκάστηκαν να κάνουν παράπονα στον βασιλιά. Αυτός διέταξε τους φύλακες του να κηνυγήσουν τους ποντικούς όπου τους βρουν, και να τους αιχμαλωτίσουν. Όμως, αυτοί αποδείχθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, και οι ποντικοί συνέχισαν να κυκλοφορούν στην πόλη σχεδόν ανενόχλητοι. Το Hameln έδειχνε σιγά σιγά να μετατρέπεται σε πραγματική ποντικούπολη.
Τότε στην πόλη εμφανίστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε μια φανταχτερή ποδιά φτιαγμένη από πολύχρωμα υφάσματα. Οι κάτοικοι στην αρχή τον είδαν με καχυποψία. Μόλις όμως αυτός άρχισε να διαδίδει ότι ήταν ποντικοκυνηγός, αμέσως του έδειξαν εμπιστοσύνη και άρχισαν να τον θεωρούν έναν σωτήρα που θα τους λύτρωνε από το πρόβλημα των ποντικών. Αφού εξασφάλισε την πίστη τους, απευθύνθηκε στον βασιλιά, από τον οποίο ζήτησε πολύ μεγάλη αμοιβή σε χρυσάφι για να απαλλάξει την πόλη από τους ποντικούς. Ο βασιλιάς συμφώνησε και πίστεψε ότι έκανε αυτό που ήθελε ο λαός του.
Τότε ο ξένος με την φανταχτερή ποδιά έβγαλε από τα ρούχα του μια μικρή φλογέρα, και αφού στήθηκε στην κεντρική πλατεία, άρχισε να παίζει μουσική. Αμέσως όλα τα ποντίκια της πόλης, μικρά, μεγάλα και βρωμερά, καθώς και όλοι οι αρουραίοι από τα σπίτια των κατοίκων μαζεύτηκαν τριγύρω του. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι όλα τα τρωκτικά είχαν μαζευτεί γύρω του και δεν είχε μείνει κανένα πίσω του, ξεκίνησε με σταθερό βήμα να περπατάει για τα τείχη της πόλης, παίζοντας την φλογέρα με τον ίδιο ρυθμό. Τα τρωκτικά τον ακολούθησαν μέχρι μέχρι το δάσος. Οι κάτοικοι από τα παράθυρα των σπιτιών τους παρακολουθούσαν έκπληκτοι το θέαμα, ζητωκραυγάζοντας που επιτέλους θα απαλλάσσονταν από το πρόβλημα.
Όταν όμως ο ξένος γύρισε πίσω στην πόλη, και με τα τρωκτικά πλέον μακριά, οι κάτοικοι δεν θέλησαν να πληρώσουν την αμοιβή που του είχαν υποσχεθεί. Ο βασιλιάς όμως πρόβαλε μια σειρά από δικαιολογίες για να μην δώσει τα χρήματα στον ξένο. Αυτός αποχώρισε πικραμένος, ψελλίζοντας κατάρες.
Μετά από μερικές ημέρες, όταν όλοι οι κάτοικοι είχαν μαζευτεί στην Εκκλησία του Hameln για να γιορτάσουν σύμφωνα με τις παραδόσεις του τόπου τους, ο ξένος με την φανταχτερή ποδιά εμφανίστηκε ξανά. Έβγαλε πάλι την φλογέρα από την πολύχρωμη ποδιά του και άρχισε να παίζει, αλλά αυτή την φορά αντί για ποντίκια μάζεψε τριγύρω του τα παιδιά της πόλης, αγόρια και κορίτσια από τεσσάρων ετών και πάνω, ανάμεσα στα οποία και η μοναχοκόρη του βασιλιά. Παίζοντας την φλογερά ο ξένος τα οδήγησε όλα έξω από την πόλη. Οι κάτοικοι μόλις κατάλαβαν τι έγινε άρχισαν να ουρλιάζουν απ' τον τρόμο τους. Από την μια κατηγορούσαν τον ξένο και από την άλλη τον βασιλιά που του αρνήθηκε την αμοιβή.
Οι γονείς με ουρλιαχτά και φωνές προσπάθησαν να σταματήσουν τα ποδιά που πήγαιναν πίσω από τον ξένο. Ο βασιλιάς πάλι έβαλε τους φύλακες να ψάξουν παντού σε όλο το παλάτι για να βρουν την μοναχοκόρη του, αλλά μάταια. Όλα τα παιδιά της πόλης είχαν ακολουθήσει τον ξένο, μακριά από την πόλη.
Μέρες αργότερα, και αφού ο βασιλιάς κατάλαβε το λάθος του, έστειλε τους φύλακες να βρουν τον ξένο στο βουνό. Αυτοί επέστρεψαν φέρνοντας το μήνυμα του ξένου, ότι για να αντιστραφεί το κακό που είχε συμβεί, θα έπρεπε ο ίδιος ο βασιλιάς να εμφανιστεί μπροστά του και να φέρει την αμοιβή του. Τότε και μόνον τότε, και εφόσον του ζητούσε συγγνώμη, θα μπορούσαν να συζητήσουν την επιστροφή των παιδιών.
Οι χωρικοί μαζεύτηκαν έξω από το παλάτι και παρακάλεσαν τον βασιλιά να πάει να βρει τον μυστηριώδη ξένο στην σπηλιά του στο βουνό, και να του δώσει την αμοιβή που του είχε υποσχεθεί. Μάζεψαν όλα τους τα χρυσαφικά, ασημικά και νομίσματα, και αφού τα φόρτωσαν σε ένα κάρο έβαλαν τον βασιλιά να το κουβαλήσει μέχρι το βουνό, προσφέροντας έτσι στον ξένο ένα πολύ μεγαλύτερο αντίτιμο από αυτό που είχαν συμφωνήσει αρχικά για να διώξει τα ποντίκια. Αυτός, θέλοντας όσο τίποτα άλλο να δει την μοναχοκόρη του να επιστρέφει, το πήρε απόφαση και άρχισε να σπρώχνει το κάρο ολομόναχος.
Όταν τελικά έφτασε στην σπηλιά του γητευτή στο βουνό, αντίκρυσε ένα αλλόκοτο θέαμα: την φύλαξη της σπηλιάς είχαν αναλάβει αρουραίοι, οι οποίοι κρατούσαν σπαθιά, δόρατα και ασπίδες. Αυτοί τον οδήγησαν στον αφέντη τους μέσα στη σπηλιά. Τότε ο βασιλιάς είπε:
«Μάζεψα όλο το χρυσάφι της πόλης και σου το έφερα, και έτσι θα έχεις την αμοιβή που συμφωνήσαμε στο πολλαπλάσιο. Τώρα που πήρες αυτό που ήθελες, θέλω τα παιδιά να επιστρέψουν στην πόλη.»
Όμως ο γητευτής του απάντησε:
«Εσύ μου έφερες το χρυσό που ζήτησα και ακόμη παραπάνω, αλλά δεν τήρησες την συμφωνία μας. Αφού δεν ήσουν τίμιος μαζί μου, δεν έχω λόγο και εγώ για να σου δώσω αυτό που ήρθες να ζητήσεις.»
Τότε οι αρουραίοι αιχμαλώτισαν τον βασιλιά με τα δόρατά τους και άδειασαν όλο το χρυσάφι από το κάρο στις αποθήκες τους. Τον οδήγησαν βαθιά στα σπήλαια κάτω από το βουνό, όπου ο γητευτής κρατούσε αιχμάλωτους τους ποντικούς, μαζί και τα παιδιά, τα οποία πλέον είχαν γίνει φίλοι με τους ποντικούς και έπαιζαν μαζί τους ανέμελα. Μόλις η μοναχοκόρη είδε τον βασιλιά, έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Ένα – ένα τα παιδιά των χωρικών αναγνώρισαν τον βασιλιά και έσπευσαν να του μιλήσουν. Τότε αυτός τους είπε:
«Από δικό μου λάθος βρίσκεστε εσείς εδώ, μαζί και εγώ. Δεν ξέρω πως να σας βγάλω.»
«Ούτε και μεις ξέρουμε τον τρόπο να φύγουμε από εδώ, αλλά δεν θέλουμε να αφήσουμε τους φίλους μας, τους ποντικούς μόνους στο έλεος του γητευτή», του απάντησαν τα παιδιά.
Τότε ένας ποντικός πήρε το θάρρος και απευθύνθηκε στον βασιλιά:
«Καλέ μου βασιλιά, εγώ και τα αδέλφια μου οι ποντικοί μπορούμε να σκάψουμε τούνελ και να σας βγάλουμε από εδώ. Αλλά από την μια δεν θέλουμε να αποχωριστούμε τα παιδιά και από την άλλη δεν θέλουμε να μείνουμε εδώ φυλακισμένοι. Δέξου μας πίσω στην πόλη.»
Ο βασιλιάς δίχως σκέψη δέχθηκε. Οι ποντικοί έσκαψαν ένα τούνελ από τα βάθη του βουνού μέχρι την κεντρική πλατεία του Hameln, απ’ όπου και οργάνωσαν την απόδραση. Ένα-ένα τα παιδιά προωθούνταν με ασφάλεια μέσα από το τούνελ και έβγαιναν στην κεντρική πλατεία του χωριού, μέχρι που οι αρουραίοι κατάλαβαν τι είχε γίνει και αφού ενημέρωσαν τον αφέντη τους, αποφάσισαν να επιτεθούν. Οι ποντικοί τότε άρχισαν να σκάβουν πιο γρήγορα τα θεμέλια του βουνού, ώστε να κερδίσουν χρόνο για τα παιδιά και τον βασιλιά.
Τότε, ακριβώς την ώρα που φάνηκε ο μοχθηρός γητευτής για να αντιμετωπίσει τους δραπέτες, οι ποντικοί έσκαψαν τόσο δυνατά τα θεμέλια που το σπήλαιο κατέρρευσε, κλείνοντας και αυτόν αλλά και τους βρωμερούς αρουραίους του μέσα. Ο βασιλιάς με την μοναχοκόρη του επέστρεψαν με ασφάλεια στην πόλη, το ίδιο και τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά και οι σωτήρες ποντικοί, οι οποίοι πλέον με βασιλική διαταγή έγιναν δεκτοί ως πολίτες του Hameln. Και δεν ξανάκουσε ποτέ κανένας κανένα νέο από τον γητευτή με την πολύχρωμη ποδιά, ο οποίος είχε καταπλακωθεί από τόνους πέτρες μέσα στο βουνό. Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.