Τα ψάρια του ωκεανού ήταν για πολύ καιρό δυσαρεστημένα γιατί δεν επικρατούσε τάξη στο βασίλειό τους. Κανένας δεν έκανε στην άκρη για τον άλλο, αλλά όλα μαζί κολυμπούσαν είτε στη μια κατεύθυνση είτε στην άλλη, ή ο καθένας την δική του πορεία. Συχνά έπεφτε το ένα πάνω στο άλλο, ή εμποδίζονταν μεταξύ τους χωρίς να υποχωρεί κανένας, ενώ ήταν συχνό φαινόμενο τα μεγάλα ψάρια να καταπίνουν τα μικρά.
Πόσο υπέροχο θα ήταν, σκέφτηκαν, αν είχαμε κάποιον να μας βάλει σε τάξη. Και έτσι συναντήθηκαν και αποφάσισαν να διαλέξουν έναν βασιλιά, ο οποίος θα μπορούσε να κολυμπήσει μέσα στο νερό γρήγορα και να σώσει τα άλλα ψάρια. Τοποθετήθηκαν όλα μαζί σε μια σειρά, κατ’ είδος και από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο και περίμεναν το σύνθημα για να ξεκινήσουν τον αγώνα. Τότε η φάλαινα, που λόγω μεγέθους είχε πλεονέκτημα, είπε στα άλλα ψάρια:
«Εγώ πρέπει να γίνω η βασίλισσα, γιατί με το μέγεθός μου μπορώ να αναποδογυρίσω μέχρι και καράβι και οι άνθρωποι με φοβούνται».
«Όχι εγώ πρέπει να γίνω βασιλιάς», της απάντησε ο καρχαρίας. «Γιατί με τα κοφτερά μου σαγόνια είμαι ο φόβος και ο τρόμος των θαλασσών».
«Ο θρόνος ανήκει αναμφισβήτητα σε μένα», είπε ο ξιφίας. «Γιατί έχω μύτη σαν ξίφος και μπορώ να προστατεύσω τα άλλα ψάρια καλύτερα απ’ τον οποιονδήποτε.»
Έπειτα πήραν όλα τα ψάρια σειρά, μικρά και μεγάλα, από την φάλαινα μέχρι και τον τελευταίο γαύρο, ο οποίος έμοιαζε μικροσκοπικός μπροστά της. Μια συναγρίδα τους έδωσε το σύνθημα και άρχισαν να κολυμπούν μέχρι να αναδειχθεί το πιο γρήγορο απ’ όλα.
Πρώτος πήγαινε ο ξιφίας, ο οποίος με την μύτη του έσκιζε τη θάλασσα και μπόρεσε να ξεφύγει μπροστά απ’ όλα τα ψάρια. Όμως ο πονηρός καρχαρίας, που κατάφερε με δυσκολία να τον πλησιάσει, του δάγκωσε την ουρά για να τον κρατήσει πίσω. Βλέποντας τον χαμό, η φάλαινα που λόγω των πολλών της κιλών ήταν αργή και είχε μείνει πίσω, χτύπησε την ουρά της στον βυθό ώστε να σηκωθεί σκόνη και τα άλλα ψάρια να μπερδευτούν. Και ύστερα όλα τα ψάρια μαζί, βλέποντας την πονηριά των μεγαλύτερων στον καβγά που μόλις είχε ξεσπάσει, τραβούσαν το ένα το άλλο και προσπαθούσαν με ύπουλο τρόπο να βγουν μπροστά.
Από τον χαμό πολλά ψάρια μπερδεύτηκαν. Τότε όμως από τα θολωμένα νερά ξεπρόβαλλε ένας απονήρευτος ροφός, ο οποίος είχε γουρλώσει τα μάτια του όταν η φάλαινα χτύπησε την ουρά της στον βυθό, με αποτέλεσμα να ξεφύγει από την σκόνη και να φτάσει στην γραμμή του τερματισμού ανενόχλητος. Μόλις τα άλλα ψάρια κατάλαβαν τι είχε συμβεί, του έφεραν ένα στέμμα και τον αναγόρευσαν με βαριά καρδιά «Βασιλιά των Ψαριών».