Μια φορά και έναν καιρό, ένας υφαντής, συμφώνησε με έναν αγρότη να του φυλάει τα πρόβατα.
Ο αγρότης, ο οποίος είχε καταλάβει πως ο άνθρωπος αυτός δεν καταλάβαινε και πολλά, του έδωσε προσεκτικές οδηγίες για το οτιδήποτε θα έπρεπε να κάνει.
Τέλος του είπε: "πριν μαζέψεις τα πρόβατα για να γυρίσεις πίσω θα τα μετρήσεις καλά, και θα σιγουρευτείς πως δεν έχασες κανένα". Για να τον διευκολύνει του έδωσε έναν άβακα, ο οποίος όμως είχε τόσες χάντρες όσες και τα πρόβατα. Ο υφαντής που δεν ήξερε να μετράει, έκανε πως κατάλαβε, και έτσι πήρε το κοπάδι και το πήγε σε ένα βοσκοτόπι, όπου τα πρόβατα έτρωγαν γρασίδι ολημερίς.
Το βράδυ πήρε τον άβακα και άρχισε να μετράει τα πρόβατα. Καθώς όμως δεν ήξερε να μετράει, μέτρησε κάποια πρόβατα δυο φορές, με αποτέλεσμα να τα βγάλει λιγότερα. Όταν γύρισε πίσω, ο αγρότης θύμωσε, γιατί νόμισε πως είχε χάσει πρόβατα. Τον έδιωξε από την δούλεψή του, και αυτός θύμωσε πολύ γιατί πίστεψε πως έφταιγε ο άβακας.
Και έτσι αυτός την επόμενη μέρα, αφού ένιωσε άσχημα, πήγε σε έναν μαθηματικό να του εξηγήσει πως λειτουργεί ο άβακας και για να του αποδείξει πως το εργαλείο δεν μπορεί να μετρήσει σωστά. Έφαγαν ώρες ατελείωτες μετρώντας διάφορα πράγματα τριγύρω τους, ώσπου τελικά ο μαθηματικός κατάφερε να τον πείσει ότι έφταιγε αυτός που μετράει τις χάντρες.
Και έτσι, το επόμενο πρωί, πήρε το δρόμο του, ώσπου έφτασε σε ένα χωριό που ζούσαν πολλοί υφαντές. "Είσαι καλοδεχούμενος", του είπαν, "αλλά αύριο το πρωί έξι από εμάς θα βγούμε να αναζητήσουμε μαλλί για να υφάνουμε, και σε θέλουμε στην παρέα μας."
Και έτσι το επόμενο πρωί σηκώθηκαν και οι επτά, συνολικά υφαντές, για να πάνε στο άλλο χωριό όπου θα αγόραζαν το μαλλί. Αλλά στην πορεία έπρεπε να περάσουν ένα ποτάμι, το οποίο ήταν γεμάτο νερό, αλλά εκείνη τη στιγμή όμως είχε πέσει η στάθμη του και θα μπορούσαν να περπατήσουν μέσα του. Οι υφαντές έβγαλαν τα ρούχα τους και τα κρέμασαν στο κεφάλι τους, και όλοι μαζί κολύμπησαν στην απέναντι όχθη, ώσπου βρήκαν πέτρες και βράχια να περάσουν απέναντι.
Τότε είπαν να μετρηθούν ώστε να σιγουρευτούν πως ήταν όλοι ασφαλείς. Ο υφαντής έβγαλε τον άβακα και άρχισε να μετράει τους άλλους με βάση τις οδηγίες που του είχε δώσει ο μαθηματικός, ώστε να σιγουρευτεί πως ήταν επτά. Καθώς τους έβλεπε τους μετρούσε έναν - έναν, εκτός από τον εαυτό του, τον οποίο ξέχασε να μετρήσει. Άρχισε να φωνάζει πως κάποιος έλλειπε, αφού τους έβγαζε έξι. Τότε άρχισαν όλοι μαζί να ψάχνουν, και να κοιτούν στον ποταμό για να βεβαιωθούν πως όντως κάποιος είχε ξεμείνει πίσω, αφού ο καθένας τους μετρούσε τους άλλους και τους έβγαζε έξι. Από την φασαρία τους είδε ένας βοσκός, ο οποίος ρώτησε τι τους συνέβαινε.
Τότε αυτοί του είπαν: "ξεκινήσαμε επτά, αλλά τώρα είμαστε έξι. Κάποιος πρέπει να πνίγηκε στο ποτάμι καθώς το διασχίζαμε!"
Τότε ο βοσκός κοντοστάθηκε για ένα λεπτό, πήρε τον άβακα του υφαντή και άρχισε το μέτρημα, μετακινώντας μια-μια τις χάντρες. "Ένας... δυο... τρεις... ..έξι...επτά!" Μόλις οι υφαντές κατάλαβαν ότι ήταν επτά και ότι είχαν χάσει έναν στο μέτρημα, ευχαρίστησαν τον βοσκό, τον οποίο θεώρησαν κάποιου είδους μάγο, αφού τους μέτρησε επτά ενώ προηγουμένως όλοι τους νόμιζαν ότι ήταν έξι.