Τα πολύ παλιά χρόνια ζούσε ένας βασιλιάς δίκαιος και καλός, ο οποίος είχε έναν πονηρό γατούλη στο παλάτι του για συντροφιά.
Ο γατούλης, ο οποίος ήταν πολύ φτωχός, ερωτεύτηκε μια από τις κόρες του βασιλιά και θέλησε να την παντρευτεί. Δεν είχε όμως τίποτα να της προσφέρει, αφού δεν είχε καθόλου περιουσία.
Έτσι λοιπόν, σκέφτηκε να ζητήσει χάρη από ένα ποντίκι που γυρόφερνε την κουζίνα του παλατιού για να βρει τυρί. Η γάτα λοιπόν συμφώνησε να ανοίξει μια μικρή τρύπα στην οροφή της αποθήκης με τις προμήθειες, από την οποία το ποντίκι θα έμπαινε και θα έπαιρνε ένα ροδάκινο και λίγο καλαμπόκι. Το ροδάκινο θα το προσέφερε την επόμενη μέρα ο γατούλης στην καλή του, και το καλαμπόκι θα το κρατούσε το ποντίκι ως ανταμοιβή. Έτσι και έγινε.
Την επόμενη μέρα ο γατούλης εμφανίστηκε μπροστά στην καλή του και της προσέφερε το ροδάκινο. Ερωτεύτηκε όμως τόσο πολύ την πριγκιποπούλα που ξέχασε να κλείσει την τρύπα στην οροφή της αποθήκης. Και έτσι, στο τέλος του μήνα, όταν η γάτα θα έπρεπε να εξηγήσει στον βασιλιά που είχαν πάει οι προμήθειες, βρέθηκε ότι από την αποθήκη έλειπαν μεγάλες ποσότητες από ροδάκινα και καλαμπόκι. Ο βασιλιάς οργίστηκε πολύ για αυτό, και κατηγόρησε την γάτα, η οποία δεν είχε που να κρυφτεί.
Όταν οι φρουροί έπιασαν το ποντίκι στα πράσα να κλέβει το καλαμπόκι, αυτό είπε πως για όλα έφταιγε η γάτα που του ζήτησε να κλέβει τις προμήθειες και άνοιξε την τρύπα στην οροφή. Και έτσι, η γάτα θύμωσε πολύ με το ποντίκι και άρχισε να το κηνυγάει σε όλο το παλάτι. Ο βασιλιάς πάλι, διέταξε να τους διώξουν και τους δυο και να μην ξαναπατήσουν ποτέ το πόδι τους στο σπίτι του.
Από τότε, κάθε φορά που γάτα βλέπει ποντίκι τρέχει να το πιάσει, και αυτό να της ξεφύγει.