ΕΝΑ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ κάποτε σε ένα ωδείο της Αθήνας είχε μεγάλη περηφάνεια για την ευγενική του καταγωγή. "Εγώ είμαι πρωτευουσιάνος, αλλά κατάγομαι από ξακουστή οικογένεια μουσικών οργάνων της Ιταλίας που ήρθαν στα μέρη σας πριν πολλά χρόνια", έλεγε και ξανάλεγε στα άλλα μουσικά όργανα και αξεσουάρ, και δεν έχανε ευκαιρία να τα κοροϊδεύει για την δική τους καταγωγή από διάφορα άλλα μέρη της Ελλάδας.
Έτσι λοιπόν για το κάθε μουσικό όργανο, με βάση τον τόπο που καταγόταν του είχε βρει και ένα υποκοριστικό. "Αφού είσαι από την Κρήτη, να σε λέμε... Λαγουτάκη", έλεγε στο κρητικό λαγούτο. "Και σένα που είσαι ποντία... δεσποινίς Λυρίδου", έλεγε για την ποντιακή λύρα. Τα άλλα μουσικά όργανα πάλι δεκάρα δεν έδιναν για τα χοντροκομμένα αστεία του, παρά μόνο θεωρούσαν ότι όλα αυτά τα έλεγε επειδή δεν καταδέχονταν κανένα και τίποτα.
Ώσπου μια μέρα του καλοκαιριού, τα μουσικά όργανα χρειάστηκε να πάνε στην Κεφαλονιά για να ανεβάσουν παράσταση. Σκέφτηκαν μάλιστα, εφόσον θα πήγαιναν σε νησί με όμορφες παραλίες με αμμουδιά, να το συνδυάσουν με διακοπές. Έτσι μαζεύτηκαν για να οργανωθούν, και να κανονίσουν ακριβώς το που θα μείνουν και ποια μέρη θα επισκεφτούν.
"Και τι θα τρώμε εκεί; Ένα μουσικό όργανο με τέτοια ευγενική καταγωγή σαν εμένα δεν μπορεί να τρώει ό,τι κι ό,τι...", τους είπε το μαντολίνο γεμάτο ψωροπερηφάνεια. Με τα χίλια ζόρια, κατάφεραν να το πείσουν να έρθει, και να φέρει δικό του φαγητό από το σπίτι. Έτσι λοιπόν, πριν αναχωρήσουν, αυτό πήγε και αγόρασε δέκα μεγάλα τάπερ, και τα γέμισε με ακριβά φαγητά αντάξια της ευγενικής του καταγωγής.
Όταν όμως έφτασαν εκεί, για να το τιμωρήσουν που τόσο καιρό τους κορόιδευε, συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, και όσο αυτό έλειπε για μπάνιο, του έκρυψαν τα τάπερ πίσω από ένα δέντρο. Αυτό μόλις βγήκε από την θάλασσα, πεινασμένο και με τα σάλια να του τρέχουν, άρχισε να ψάχνει και να ψάχνει. Η μόνη μεριά που δεν έψαξε ήταν πίσω από το δέντρο. "Έχω μια πείνα...", αναφώνησε, και συνέχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά για να θυμηθεί που είχε βάλει το φαγητό του. Ώσπου κάποια στιγμή το πήρε απόφαση ότι τα τάπερ είχαν κάνει φτερά.
"Λέω να μην φάω τελικά...", είπε, και κάθισε πεισμωμένο σε μια γωνιά στην παραλία. Όμως όσο έβλεπε τα άλλα μουσικά όργανα να τρώνε το κολατσιό τους, τόσο του άνοιγε η όρεξη. Έτσι λοιπόν, για να δικαιολογηθεί, τους είπε πως θα πήγαινε απλά μια βόλτα να ξεμουδιάσει.
Αφού περπάτησε αρκετά, βρήκε μια καντίνα, η οποία πουλούσε μαντολάτο, ένα παραδοσιακό γλυκό που βρίσκει κανείς μόνο στα νησιά του Ιονίου. Το καλό μας μαντολίνο, που τόσο πεινούσε, δίχως πολύ πολύ σκέψη αγόρασε ένα κομμάτι. Μόλις όμως το δοκίμασε, τόσο ξετρελάθηκε που αγόρασε και δεύτερο, και τρίτο, και τέταρτο. "Δεν το περίμενα ότι θα ήταν τόσο νόστιμο...!", είπε, και αγόρασε όλα τα κομμάτια της καντίνας, μαζί και ένα καλάθι για να τα πάρει μαζί του στην παραλία.
Μόλις έφτασε στην παραλία, τα άλλα μουσικά όργανα απόρησαν. "Τι μας έφερες μαντολίνο;", το ρώτησαν.
"Μαντολάτο!", τους απάντησε αυτό. Έπειτα όλα τα μουσικά όργανα ξέσπασαν σε γέλια, αφού όλα τα ονόματα στην Κεφαλονιά έχουν κατάληξη σε -άτος.
"Βρε κοίτα να δεις που από πρωτευουσιάνος μας έγινες Κεφαλονίτης!", του απάντησαν αυτά, δίχως να μπορούν να κρατηθούν απ' τα γέλια.
Το μαντολίνο πάλι, που τόσο περήφανο ήταν για την καταγωγή του, έγινε κατακόκκινο από ντροπή και έβαλε τα κλάματα. "Με συγχωρείτε...", τους είπε και παραδέχθηκε το λάθος που τόσα χρόνια τα κορόιδευε για την δική τους καταγωγή.
Αυτά πάλι για να επανορθώσουν, του φανέρωσαν που είχαν κρύψει τα τάπερ και του ζήτησαν και από την δική τους πλευρά συγνώμη.