ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε ένας φτωχός ξυλοκόπος, ο οποίος έμενε σε μια ετοιμόρροπη καλύβα στο δάσος. Μια μέρα που περπατούσε σε αυτό βρήκε στο δρόμο του μια μεγάλη βελανιδιά, από το ξύλο της οποίας σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να φτιάξει μια μεγαλύτερη καλύβα, καθώς και πολλά και όμορφα έπιπλα για να βάλει μέσα. Έτσι έβγαλε το τσεκούρι του από την θήκη για να κόψει το δέντρο.
Πριν προλάβει όμως να χτυπήσει τον κορμό του, τον σταμάτησε μια νεράιδα η οποία του είπε: "Καλέ μου ξυλοκόπε, μην κόψεις την βελανιδιά γιατί για μένα είναι το σπίτι μου. Σε αυτήν κατοικώ εδώ και χίλια χρόνια".
Ο ξυλοκόπος τότε της είπε: "Το δικό μου σπίτι όμως είναι ετοιμόρροπο, και δύσκολο να βρω άλλα δέντρα στο δάσος σαν τη βελανιδιά, απ' τα οποία να φτιάξω καινούριο να αντέχει την βροχή". Η νεράιδα όμως εξαφανίστηκε από μπροστά του, χωρίς να του δώσει καμία απάντηση.
Ο ξυλοκόπος το σκέφτηκε αρκετά, αλλά τελικά αποφάσισε να λυπηθεί το δέντρο. Έτσι, με το σκοτάδι να πέφτει, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την φτωχοκαλύβα του. Στο δρόμο όμως ξέσπασαν μπουμπουνητά καθώς και δυνατός άνεμος, από τον οποίο για να προφυλαχθεί κρύφτηκε σε μια κουφάλα ενός δέντρου.
"Να στέκεται άραγε ακόμη όρθια η καλύβα μου;", αναρωτήθηκε ο ξυλοκόπος μόλις η μπόρα σταμάτησε και κίνησε για το σπίτι του. Όταν τελικά κατάφερε να γυρίσει πίσω, έμεινε άφωνος με αυτό που αντίκρισε: στην θέση της καλύβας υπήρχε ένα πανέμορφο σπίτι από πέτρα, με μεγάλα παράθυρα και στέγη από κεραμίδι ώστε να κρατάει το νερό της βροχής.
"Δικό σου για χίλια χρόνια", ακούστηκε μια φωνή από το πουθενά, η οποία έμοιαζε με την φωνή της νεράιδας. Σε αυτό έζησαν ο ξυλοκόπος καθώς και τα παιδιά και τα εγγόνια του για αιώνες ολόκληρους, ώσπου συμπληρώθηκε ακριβώς μια χιλιετία και οι πέτρες του σπιτιού άρχισαν να πέφτουν.