ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΚΑΛΤΣΑ ΚΑΠΟΤΕ δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή που θα ερχόταν η Πρωτοχρονιά για να παραλάβει τα δώρα της από τον Άι Βασίλη. Τόση μάλιστα ήταν η ανυπομονησία της, που καθώς οι μέρες περνούσαν και η μεγάλη νύχτα ακόμα αργούσε, αυτή ένιωθε αγωνία μεγάλη και κοιμόταν με δυσκολία τα βράδια. Στο τέλος μάλιστα, αφού τα σκέφτηκε και τα σκέφτηκε και προσπάθησε να τα χωρέσει στο μυαλό της, της μπήκε αμφιβολία για το αν τα δώρα τα φέρνει όντως ο Άι Βασίλης.
Όταν τελικά έφτασε το μεγάλο βράδυ δεν κατάφερε να κλείσει μάτι όσο κι αν την καθησύχασαν οι άλλες κάλτσες στο τζάκι. "Θα μείνω ξύπνια μέχρι να παραλάβω τα δώρα μου", τους έλεγε και έτσι, όταν η νοικοκυρά έσβησε τα φώτα αυτές της πήρε αμέσως ο ύπνος, ενώ αυτή έμεινε ξάγρυπνη και περίμενε πως και πως να δει τον Άι Βασίλη να κατεβαίνει από την καμινάδα.
Περίμενε και περίμενε, ώσπου στο τέλος τα βλέφαρά της άρχισαν να βαραίνουν. Πάνω που τα έκλεισε, την ξύπνησαν ήχοι από ψιθύρους και πατημασιές: ήταν μια παρέα καλικαντζάρων, οι οποίοι είχαν τρυπώσει στο σαλόνι για να κλέψουν κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Αφού χόρτασαν καλά καλά και πασάλειψαν τα χέρια τους με ζάχαρη, άρχισαν να φορτώνουν σε σάκους τα δώρα κάτω απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο. "Σταθείτε!", πήγε να φωνάξει η κάλτσα που ανησύχησε πολύ, αλλά τόσο πολύ φοβήθηκε που τελικά δεν κατάφερε να βγάλει άχνα. Έπειτα προσπάθησε να ξυπνήσει τις άλλες κάλτσες, αλλά αυτές κοιμόντουσαν του καλού καιρού. Και έτσι οι καλικάντζαροι άνοιξαν το παράθυρο και έφυγαν ανενόχλητοι.
Μόλις η κάλτσα συνήλθε από το φόβο της, πήδηξε από τη θέση της στο τζάκι και πλησίασε προσεκτικά το χριστουγεννιάτικο δέντρο για να δει αν οι καλικάντζαροι είχαν αφήσει κάποιο δώρο πίσω. Τότε το μάτι της έπεσε πάνω σε ίχνη από την ζάχαρη των κουραμπιέδων τα οποία είχαν αφήσει πίσω τους καθώς έφευγαν από το σπίτι και τα οποία κατέληγαν στο παράθυρο.
"Που να είναι άραγε το κρυσφήγετό τους;", σκέφτηκε η κάλτσα και βγήκε κι αυτή από το παράθυρο, ακολουθώντας τα ίχνη. Έπειτα συνέχισε την πορεία της μέσα στο κρύο και την άγρια νύχτα. Τότε όμως άρχισε να χιονίζει και καθώς το χιόνι στρωνόταν στους δρόμους δύσκολα πια ξεχώριζε τη ζάχαρη στο δρόμο από το χιόνι.
Ώσπου κάποια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει. "Είναι μάταιο", είπε, και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Μόλις έφτασε πίσω στο σπίτι όμως βρήκε το παράθυρο κλειστό. Χτύπησε στο τζάμι μήπως τυχόν την ακούσουν οι άλλες κάλτσες, αλλά καμιά δεν μπήκε στον κόπο να της ανοίξει, αφού κοιμόντουσαν του καλού καιρού.
Τότε της μπήκε η ιδέα να μπει από την καμινάδα. Σκαρφάλωσε σε ένα ψηλό δέντρο που βρισκόταν κολλητά στους τοίχους του σπιτιού και έπειτα με μεγάλη δυσκολία πήδηξε στην οροφή. Όταν έφτασε στην καμινάδα παραξενεύτηκε πολύ που βρήκε ένα μεγάλο σχοινί στεριωμένο στην κορυφή της. Δίχως πολλή σκέψη το χρησιμοποίησε για να κατέβει, γεμίζοντας σκόνη και μαυρίλα από το βρώμικο τζάκι.
Μόλις έφτασε στον πάτο του τζακιού, έμεινε με το στόμα ανοιχτό με αυτό που είδε: εκεί βρισκόταν ήδη ο Άι Βασίλης, ο οποίος τοποθετούσε με πολλή προσοχή τα δώρα μέσα στις άλλες κάλτσες. Έπειτα της έδωσε το δικό της και της ευχήθηκε "Κ α λ ή Χ ρ ο ν ι ά!". Αυτή πήρε το δώρο της και αφού ευχαρίστησε τον Άγιο, έπεσε για ύπνο χωρίς να βγάλει άχνα για την περιπέτεια με τους καλικαντζάρους.
Την επόμενη μέρα που ξύπνησε κοίταξε την πιατέλα με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα και παρατήρησε πως ήταν όλα εκεί. Στο πάτωμα δεν υπήρχε ίχνος από ζάχαρη, ούτε και σημάδια που να καταλήγουν στο παράθυρο.
"Όνειρο είδες!", της είπαν οι άλλες κάλτσες μόλις τους είπε την ιστορία με τον Άι Βασίλη και τους καλικαντζάρους, και αυτή παραξενεύτηκε πολύ, αφού και τα δώρα που υποτίθεται πως είχαν πάρει βρισκόντουσαν κάτω απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τότε κατάλαβε πως πράγματι όλα αυτά τα είχε δει στον ύπνο της.
"Αυτά παθαίνει όποιος είναι ανυπόμονος", την συμβούλεψαν οι άλλες κάλτσες, οι οποίες και τα δώρα τους πήραν και ήσυχες κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ. Η καλή μας κάλτσα πάντως δεν θα ξεχάσει ποτέ που γνώρισε τον Άι Βασίλη, έστω και αν δεν ήταν παρά ένα όνειρο.