MΙΑ ΚΟΥΠΑ ΚΑΦΕ κάποτε ήταν πολύ τσιγκούνα με τα λεφτά. Όλη την χρονιά τα μάζευε, και τα μάζευε, ώσπου με αυτά έκανε στοίβες ολόκληρες και τις φύλαγε κάτω από το στρώμα του κρεβατιού της. Μάζευε όλων των ειδών τα χρήματα, κέρματα και χαρτονομίσματα, από την Ελλάδα και από άλλες χώρες, μα περισσότερο απ’ όλα λάτρευε τα παλιά χαρτονομίσματα.
Είχε μαζέψει λοιπόν ένα τόσο μεγάλο αριθμό χρημάτων κάτω από το στρώμα που πλέον αυτό είχε φουσκώσει. Τα βράδια έπεφτε να ξεκουραστεί, αλλά αυτό ήταν τόσο παραφουσκωμένο που δεν τη βόλευε καθόλου. Ώσπου μια μέρα ξύπνησε με ένα μεγάλο πόνο στη μέση. Αφού αναρωτήθηκε για ώρες ολόκληρες, κατέληξε στο συμπέρασμα: "Το στρώμα θα φταίει. Μήπως να αγοράσω ένα καινούριο να χωράει ακόμη περισσότερα λεφτά;"
Έτσι λοιπόν πήγε σε ένα μαγαζί με στρώματα, και αφού τα είδε όλα ένα-ένα, σκέφτηκε να αγοράσει το πιο μεγάλο και πιο φουσκωτό απ’ όλα. "Με αυτό σίγουρα δε θα νιώθω τα λεφτά όταν ξαπλώνω", σκέφτηκε. Μόλις όμως ρώτησε την υπάλληλο, μια γλυκιά κουνουπιδίνα που δούλευε εκεί χρόνια, αυτή της εξήγησε ότι το στρώμα είχε πάρα πολλά πούπουλα μέσα και γι’ αυτό το λόγο ήταν ακριβό. Έπειτα η κούπα τη ρώτησε ένα – ένα για όλα τα υπόλοιπα στρώματα, πιστεύοντας πως θα έβρισκε κάποιο αρκετά χοντρό και φθηνό ώστε να το αγοράσει. Αφού στο τέλος δε βρήκε κανένα και απογοητεύτηκε, σκέφτηκε να πάρει ένα πάμφτηνο στρώμα θαλάσσης και να το φουσκώσει η ίδια.
"Θα μου βγει πιο οικονομικά", είπε, "αφού θα το έχω και για το καλοκαίρι". Έτσι πήρε το στρώμα και γύρισε σπίτι για να το φουσκώσει, χωρίς όμως να αγοράσει τρόμπα αφού της φάνηκε κι αυτή πανάκριβη. Το έβαλε λοιπόν πάνω στο κρεβάτι και με τα λεφτά από κάτω, πήρε την πρώτη ανάσα και άρχισε να φυσάει μέσα στο στρώμα. Έπειτα και δεύτερη, και τρίτη ανάσα, ώσπου λαχάνιασε και το στρώμα ήταν ακόμα ξεφούσκωτο.
"Καλύτερα να κάνω οικονομία στην ανάσα μου γιατί θα ξεμείνω", είπε και πήρε αυτή τη φορά μια μικρή ανάσα. Ξεφύσηξε μέσα στο στρώμα, το οποίο ανέβηκε και πάλι πολύ λίγο. Όμως κάθε φορά που αυτή άφηνε την βαλβίδα από το στόμα της, ο αέρας έφευγε και το στρώμα πάλι έπεφτε. «Μπορώ και χωρίς τρόμπα!», είπε κι αυτή τη φορά πήρε μια μεγάλη ανάσα και φύσηξε όλον τον αέρα μέσα στο στρώμα, ώσπου τα πνευμόνια της άδειασαν και ένιωσε να ξεμένει από οξυγόνο. Άφησε απότομα τη βαλβίδα για να ανασάνει, και τότε το στρώμα άρχισε να ξεφουσκώνει απότομα, φυσώντας όλον τον αέρα έξω. Από το δυνατό φύσημα, τα χαρτονομίσματα που είχε κάτω από το στρώμα πέταξαν στον αέρα, και διασκορπίστηκαν παντού μέσα στο σπίτι αλλά και έξω στους δρόμους. Ο καφές πάλι στην κούπα χύθηκε από το τράνταγμα και τα έκανε όλα χάλια.
Μόλις τα άλλα σκεύη και ασημικά κατάλαβαν τι είχε συμβεί ξέσπασαν σε γέλια. Έπειτα μάζεψαν από κάτω τα χαρτονομίσματα που είχε πάρει ο αέρας, και βοήθησαν την κούπα να σηκωθεί και να καθαριστεί από τους καφέδες που είχαν γεμίσει τον τόπο.
Αυτή από τότε πήρε το μάθημά της, και αγόρασε ένα ολοκαίνουριο στρώμα κρεβατιού, άνετο και αναπαυτικό, πάνω στο οποίο ξεκουράζεται τα βράδια. Τα άλλα σκεύη και ασημικά πάλι όποτε τη βλέπουν της λένε κοροϊδευτικά: "Χύθηκε ο καφές, λεφτά θα πάρουμε".