MΙΑ ΚΑΦΕΤΙΕΡΑ κάποτε σε ένα σπίτι ήταν πολύ κουτσομπόλα και δεν έχανε την ευκαιρία να σπείρει τη διχόνοια. "Έλα να πούμε τα νέα μας...", έλεγε κάθε φορά που τύχαινε να της χτυπήσει κάποιος την πόρτα. Τα άλλα σκεύη και ασημικά όμως είχαν ακούσει για τα κουτσομπολιά της και την κακή της συνήθεια να διαδίδει κακίες και την απέφευγαν.
Ώσπου μια μέρα, βρέθηκε στο δρόμο της η ανυποψίαστη αλατιέρα. "Να ξέρεις η φίλη σου η πιπεριέρα σε θεωρεί κακή μαγείρισσα και θέλει το κακό σου", της είπε η καφετιέρα καθώς της σέρβιρε ζεστό καφέ, όμως αυτή δεν μπήκε καν στον κόπο να της απαντήσει, αφού με την πιπεριέρα έκαναν κολλητή παρέα και ήταν σχεδόν αχώριστες. Μόλις γύρισε όμως στο ντουλάπι της, άρχισαν να της μπαίνουν υποψίες. Έμεινε λοιπόν σκεπτική και παρατηρούσε την πιπεριέρα για να καταλάβει αν όντως την κακολογούσε. Όλο το βράδυ δεν αντάλλαξε ούτε μια κουβέντα μαζί της από τη στενοχώρια της, παρά μόνο καθόταν σε μια γωνιά και αναρωτιόταν αν όσα της είχε πει η καφετιέρα ήταν αλήθεια.
Την επόμενη μέρα, η καφετιέρα προσκάλεσε την επίσης ανυποψίαστη πιπεριέρα για καφέ. "Να ξέρεις, αυτή η φίλη σου η αλατιέρα πολύ σε κακολογεί", της είπε, και καθώς της ανακάτευε τον καφέ συνέχισε: "να, χθες μου έλεγε ότι θα προτιμούσε να μαγείρευε μόνη της". Μόλις το άκουσε η πιπεριέρα αναστατώθηκε πολύ και άρχισαν να της μπαίνουν υποψίες.
Μόλις γύρισε λοιπόν στο ντουλάπι, άρχισαν να τσακώνονται με την αλατιέρα, και σταματημό δεν είχαν. "Που θα μου πεις εμένα ότι δεν είμαι καλή μαγείρισσα. Ποιά; Εσύ που πνίγεις τα φαγητά στο αλάτι!", της είπε η πιπεριέρα.
"Αν δεν ήμουνα εγώ τα φαγητά σου θα ήταν άνοστα και δε θα τα 'τρωγε κανένας!", της απάντησε η αλατιέρα, και έτσι οι δυο τους από εκείνη τη μέρα αποφάσισαν να μαγειρεύουν χωριστά. Έτσι την επόμενη μέρα που θα μαγείρευαν σούπα, οι μισές σούπες θα είχαν αλάτι και οι άλλες μισές πιπέρι, και τα σκεύη και ασημικά του σπιτιού θα διάλεγαν ποιανής μαγείρισσας το φαγητό θα προτιμούσαν.
"Οι σούπες σας δεν τρώγονται! Άλλα είναι αλμυρά και άλλα καυτερά, μα όλα είναι τελείως άνοστα!", τους είπαν την επόμενη όλα τα σκεύη και ασημικά χωρίς να βρεθεί ούτε ένα να διαφωνήσει. Καμία όμως δεν έλεγε να κάνει πίσω.
"Ας τα κάνουμε τότε γλυκά ώστε να τρώγονται", σκέφτηκαν τα άλλα σκεύη και ασημικά, που από την μια λάτρευαν οτιδήποτε γλυκό, από την άλλη δεν ήθελαν να μείνουν και νηστικά. Έτσι λοιπόν ζήτησαν από τη ζαχαριέρα να ρίξει ζάχαρη στη σούπα. Αυτή πάλι, αναγκάστηκε να ρίξει τόση ζάχαρη μέσα στα πιάτα που στο τέλος ξέμεινε.
"Και τώρα τι θα βάζω στον καφέ μου;", αναρωτήθηκε η καφετιέρα βλέποντας την ζαχαριέρα άδεια. "Πικρό καφέ θα σερβίρεις, σαν τα κουτσομπολιά σου!", της φώναξαν όλα μαζί τα άλλα σκεύη και ασημικά που ήξεραν πως ήταν κουτσομπόλα και έσπερνε τη διχόνοια μόλις έβρισκε κάποιον ανυποψίαστο.
Μόλις το άκουσαν η αλατιέρα και η πιπεριέρα κατάλαβαν αμέσως πως είχαν πέσει θύμα της. Ζήτησαν συγγνώμη η μια από την άλλη, ξανάγιναν φίλες αχώριστες, και από τότε δε βρέθηκε ούτε μια μέρα που να μη μαγειρέψουν μαζί.
Τα άλλα σκεύη και ασημικά, με πρώτη την καφετιέρα, αναγκάστηκαν να παραγγείλουν απ' έξω εκείνη τη μέρα, αφού σούπα με ζάχαρη δεν τρώγεται.