EΝΑ MΙΛΚΣΕΪΚ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα ζαχαροπλαστείο ένιωθε πολύ μοναχούλι μέσα στο καταχείμωνο. Όλοι οι πελάτες προτιμούσαν τα ζεστά ροφήματα και τα προφιτερόλ, κι έτσι αυτός είχε ξεμείνει τελευταίος στον πάγκο. Κάπου ένιωθε ότι είχε χάσει την αγάπη των άλλων, και στενοχωριόταν πολύ που κανένας δεν τον αναζητούσε.
"Εμείς τα µίλκσεϊκ είμαστε φτιαγμένα για να δροσίζουμε τους ανθρώπους", έλεγε, και συνέχιζε: "δεν το καταλαβαίνω πως γίνεται τον Χειμώνα κανένας τους να μην μας αναζητάει". Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση και ένα ακόμη λαχταριστό προφιτερόλ γεμάτο ζεστή σοκολάτα πέρασε από μπροστά του, έτοιμο να σερβιριστεί στους πελάτες του ζαχαροπλαστείου οι οποίοι έτριβαν τα χέρια τους.
Έτσι κι αυτός στενοχωρημένος, τραβήχτηκε παραπίσω στον πάγκο και άρχισε να κλαίει. Κόλλησε στο παράθυρο και κοίταξε έξω τις νιφάδες του χιονιού οι οποίες έπεφταν στο έδαφος. Τότε την προσοχή του τράβηξε μια παρέα από παιδάκια με κασκόλ και σκουφιά, τα οποία γεμάτα χαρά μάζευαν το χιόνι από κάτω και με αυτό έχτιζαν χιονάνθρωπο. Πρώτα έκαναν μια μεγάλη μπάλα για βάση, έπειτα μια μικρότερη για κοιλιά και στο τέλος μια μικρότερη για κεφάλι. Μετά έβαλαν κλαδιά για χέρια, και στο τέλος κασκόλ και σκουφί, ωσάν να ήταν άνθρωπος. Τόσο πολύ το καταχάρηκαν, που άρχισαν να χορεύουν τριγύρω από τον χιονάνθρωπο, πιάνοντας το ένα το άλλο χέρι με χέρι.
Το µίλκσεϊκ κοιτούσε τον χιονάνθρωπο με μεγάλη περιέργεια, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε τα παιδάκια να χαίρονται τόσο πολύ κοντά του. "Μα πως είναι δυνατόν;", σκέφτηκε, "να δίνουν σημασία στον χιονάνθρωπο και με μένα να μην ασχολείται κανένας;".
Οι ώρες πέρασαν και τα παιδάκια έφυγαν και πήγαν στο σπίτι τους, όμως το µίλκσεϊκ συνέχισε να κοιτάζει και να αναρωτιέται, και να πλάθει λογής λογής σενάρια στο μυαλό του για το πως θα μπορούσε να κερδίσει πίσω την προσοχή των ανθρώπων. Μετά τις ώρες πέρασαν οι μέρες, και ύστερα οι βδομάδες, ώσπου τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν και μαζί τους και ο χιονάνθρωπος. Το µίλκσεϊκ συνέχισε να τον κοιτάει απορρημένο τόσο που ξεχάστηκε, και το μόνο που μπόρεσε να του αποσπάσει την προσοχή ήταν μια αντρική φωνή.
"Ένα µίλκσεϊκ παρακαλώ!", ακούστηκε η φωνή από τα βάθη του ζαχαροπλαστείου. Το µίλκσεϊκ κοίταξε απορημένο γύρισε να δει ποιος τον αναζητούσε. "Ή μάλλον όχι, κάνε τα δυο!", συνέχισε η φωνή. Έπειτα κι άλλες φωνές, από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Ο ένας μετά τον άλλο πελάτη στο μαγαζί ζητούσε ένα µίλκσεϊκ για να δροσιστεί.
Το µίλκσεϊκ ένιωσε για ακόμη μια φορά αυτό το παλιό γνώριμο συναίσθημα του να σε θέλουν και να σε αναζητούν. Απορημένο λοιπόν κοίταξε για τελευταία φορά έξω από το παράθυρο: τα χιόνια είχαν εξαφανιστεί τελείως και από τον χιονάνθρωπο δεν είχαν μείνει παρά μόνο το σκουφί, το κασκόλ, και τα ξύλα που του είχαν βάλει τα παιδάκια για χέρια.