ΕΝΑ ΤΖΑΚΙ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σπίτι ήταν πολύ λαίμαργο και κάθε φορά που έπιανε κρύο και ο νοικοκύρης του σπιτιού του τάιζε ξύλα, αυτό τα καταβρόχθιζε δίχως σταματημό.
Ώσπου μια μέρα με βαρυχειμωνιά, αυτό έφαγε τόσα πολλά κούτσουρα και τόσο βιαστικά που του 'ρθε αηδία. Από εκείνη τη στιγμή η όρεξη του κόπηκε μαχαίρι. "Πάλι κούτσουρο θα φάμε σήμερα;", είπε αδιάφορα μόλις τα αντικείμενα του σπιτιού, τα σκεύη, τα ασημικά και τα λογής λογής άλλα είδη διακόσμησης, του έδωσαν κούτσουρα να κάψει.
"Το τζάκι είναι ανόρεχτο!", κουτσομπόλεψαν αυτά αναμεταξύ τους και τρομοκρατήθηκαν πολύ, αφού το κρύο φούντωνε και έξω είχε αρχίσει να χιονίζει. Έτσι λοιπόν ντύθηκαν καλά και βγήκαν έξω να βρουν κατάλληλο ξύλο που να του κάνει κέφι να κάψει.
Αφού έψαξαν παντού σε όλη την πόλη, βρήκαν κοντά στο λιμάνι ένα σαπιοκάραβο φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς. Με πολύ κόπο και προσοχή ξήλωσαν μερικές από τις σανίδες του και της έσυραν μέχρι το σπίτι, έπειτα πήγαν να τις ταϊσουν στο τζάκι. Αυτό πάλι, ούτε να της κοιτάξει.
"Ίσως αν βρίσκαμε κάποιο πιο αρχοντικό ξύλο", είπαν αυτά και βγήκαν για δεύτερη φορά στη γύρα. Αφού έψαξαν και έψαξαν, βρήκαν σε ένα παλαιοπωλείο λογής λογής έπιπλα - αντίκες από ξύλο οξιάς. "Ίσως αυτά του κάνουν όρεξη", είπαν αναμεταξύ τους και τα έσυραν ως το σπίτι. Το τζάκι όμως ούτε αυτή τη φορά έδωσε σημασία. "Δεν μου κάνουν όρεξη πια τα παλιόξυλα", τους είπε για να δικαιολογηθεί.
Έτσι τα αντικείμενα του σπιτιού βγήκαν για μια ακόμη φορά στη γύρα για να βρουν άλλα ξύλα να κάψουν. Αφού γύρισαν για μια ακόμη φορά όλη την πόλη, βρήκαν μια συλλογή από καλογυαλισμένα και λαμπερά μουσικά όργανα, κιθάρες, μπάσα και βιολιά, από σφένδαμο. "Αυτά σίγουρα θα του κάνουν", σκέφτηκαν και τα κουβάλησαν μέχρι το σπίτι. Για τρίτη φορά όμως το τζάκι τα απογοήτευσε: "Ούτε αυτά μου κάνουν όρεξη", τους είπε.
Αυτά τότε απελπίστηκαν πολύ. "Το ένα δεν του κάνει, το άλλο του βρωμάει, ας του πετάξουμε και εμείς ό,τι βρούμε", είπαν θυμωμένα αναμεταξύ τους. Έτσι άρπαξαν το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο που βρήκαν μπροστά τους και έκοψαν την πρώτη του σελίδα για να κάνουν προσάναμα, έπειτα την πέταξαν στο τζάκι και πήγαν να κουβαλήσουν παλιόξυλα και κούτσουρα να του πετάξουν.
Αυτό πάλι, μόλις είδε τη σελίδα να καίγεται, πήρε να την διαβάσει. Ήταν η εισαγωγή ενός λογοτεχνικού βιβλίου που τόσο το εντυπωσίασε που ζήτησε να διαβάσει και το υπόλοιπο βιβλίο. Τα σκεύη και τα ασημικά του σπιτιού έμειναν με το στόμα ανοιχτό μόλις το άκουσαν.
"Αποφάσισα από εδώ και πέρα να καταβροχθίζω λογοτεχνία", τους είπε όταν μετά από λίγες ώρες έφτασε στο τέλος του βιβλίου και συμφώνησε μαζί τους να του πηγαίνουν βιβλία για να διαβάζει και σε αντάλλαγμα να τους καίει ό,τι παλιόξυλο είχαν για να τα ζεσταίνει. Έτσι κι έγινε.
Από εκείνη τη μέρα και το τζάκι και την όρεξή του ξαναβρήκε αλλά και καλή συντροφιά για τις κρύες νύχτες του χειμώνα, αφού καλύτερη συντροφιά από ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο δεν υπάρχει.