EΝΑΣ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα χιονισμένο πάρκο ήταν πάντοτε χαμογελαστός παρά το κρύο του χειμώνα, αφού δεν είχε γνωρίσει ποτέ του ζεστασιά, παρά μόνο τη λιγοστή που του προσέφεραν οι ακτίνες του ηλίου τα πρωινά.
Μια έναστρη νύχτα του χειμώνα όμως εμφανίστηκε μπροστά του ένας ζητιάνος, ο οποίος κρατούσε ένα αναμένο φαναράκι για να φέγγει στο διάβα του. Μόλις τον είδε, τον μπέρδεψε για άνθρωπο και έτσι έκανε να του γυρέψει ελεημοσύνη. "Ελεήστε με τον φτωχό", του είπε, και απόρησε πολύ που δεν πήρε απάντηση.
Τότε πλησίασε το φαναράκι στο πρόσωπο του χιονάνθρωπου, και κατάλαβε πως άδικα τον πέρασε για άνθρωπο, αφού μέσα στο κρύο και την παγωνιά μόνο ένας χιονάνθρωπος θα μπορούσε να στέκει τόσο χαμογελαστός. Αυτός πάλι, που τόσο καιρό μέσα στο κρύο δεν είχε νιώσει ούτε στιγμή πραγματική ζεστασιά, χάρηκε τόσο που έριξε ένα πλατύ χαμόγελο ως τα αυτιά. Ο ζητιάνος απόρησε πολύ, αφού προς στιγμήν πίστεψε πως τον είδε να ζωντανεύει, αλλά με το κρύο να φουντώνει δεν το σκέφτηκε πολύ: έβαλε το ένα πόδι μπροστά στο άλλο και συνέχισε τον δρόμο του.
Μαζί με την φλόγα του φαναριού όμως, πήρε και το χαμόγελο του χιονάνθρωπου, αφού αυτός αφού γεύτηκε τι πάει να πει ζεστασιά, άρχισε να νιώθει για πρώτη φορά πως κρύωνε. Έτσι λοιπόν άρχισε να γυρεύει τον ζητιάνο παντού. Πρώτα γύρεψε μέσα στο πάρκο: ανάμεσα στα δέντρα, στα παγκάκια, καθώς και στην παγωμένη λιμνούλα, αλλά μάταια. Έπειτα βγήκε στους δρόμους της πόλης, και από σπίτι σε σπίτι κοιτούσε στα παράθυρα μήπως τον βρει. Σε όποιο παράθυρο όμως κι αν κοιτούσε, έβλεπε παντού αναμένα τζάκια και φαναράκια, τα οποία όμως δεν έφταναν να τον ζεστάνουν έξω απ' το τζάμι.
Απογοητευμένος, και αφού έφτασε ως την πλατεία της πόλης, κάθισε σε ένα παγκάκι να ξεκουραστεί. Τότε κοίταξε ψηλά στον ουρανό και είδε ένα αστέρι να πέφτει. Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει μια ευχή: πριν να χαράξει η επόμενη ημέρα, να βρεθεί φλόγα να το ζεστάνει και να του χαρίσει πίσω το χαμόγελο που του είχε πάρει ο ζητιάνος.
Αφού ξεκουράστηκε, σηκώθηκε από το παγκάκι και συνέχισε να ψάχνει για τον ζητιάνο. Λίγα στενά πιο κάτω όμως βρήκε ένα σπίτι με την πόρτα ξεκλείδωτη, και δίχως να χάσει ευκαιρία, σκέφτηκε να τρυπώσει για να ζεσταθεί. Πλησίασε λοιπόν το αναμένο τζάκι του σπιτιού και άπλωσε τα ξυλένια χέρια του για να διώξει τον πάγο, χωρίς να το πολυσκεφτεί.
"Ένας... χιονάνθρωπος!", φώναξαν τα παιδάκια που έμεναν στο σπίτι και νόμισαν πως είχε έρθει ο Άι Βασίλης να τους αφήσει τα δώρα τους. Μόλις τα άκουσε ο χιονάνθρωπος γύρισε προς το μέρος τους και τους χαμογέλασε, όμως στενοχωρήθηκε πολύ μόλις τα είδε να τρέχουν να κρυφτούν και να φωνάζουν βοήθεια. Μετά από λίγο κατέβηκε ένας γεροδεμένος παππούς ο οποίος κρατούσε ένα μεγάλο σκουπόξυλο, και με αργές, προσεκτικές κινήσεις πλησίασε προς το μέρος του χιονάνθρωπου. "Κανένας δεν με θέλει", είπε ο χιονάνθρωπος τρομαγμένος καθώς το έβαλε στα πόδια για να προλάβει τα χειρότερα.
Έπειτα περπάτησε και περπάτησε μέσα στην πόλη, και με την λαχτάρα που είχε πάρει, όπου έβλεπε άνθρωπο κρυβόνταν πίσω από τοίχους και κολώνες να μην τον τρομάξει. Ώσπου κάποια στιγμή, μεσάνυχτα θα 'ταν και με το φεγγάρι γεμάτο, είδε ένα μικρό κοριτσάκι που ζητιάνευε μα κανένας δεν του δινε σημασία. Το κακομοίρικο δεν είχε κανέναν στον κόσμο παρά μόνο ένα πακέτο σπίρτα που του είχε ξεμείνει, τα οποία πουλούσε για να ζήσει. Αλλά εκείνο το βράδυ δεν είχε βρεθεί ούτε ένας να αγοράσει, και έτσι αυτό, στενοχωρημένο και με το κρυο να θερίζει, σκέφτηκε να ανάψει ένα.
Μόλις το είδε ο χιονάνθρωπος αναθάρρεψε και έκανε να το πλησιάσει για να ζεσταθεί κι αυτός, και πράγματι, μόλις του ήρθε η ζεστασιά της φλόγας, έριξε ένα χαμόγελο πλατύ. "Μην κλαις καλό μου κοριτσάκι", του είπε, καθώς παγωμένα δάκρυα μουτζούρωναν το προσωπάκι του. Το κοριτσάκι τόσο χάρηκε που βρέθηκε όχι άνθρωπος, αλλά χιονάνθρωπος να της πει έναν γλυκό λόγο, που τον αγκάλιασε. Αυτός πάλι για την ευχαριστήσει της έδωσε το κασκόλ και το σκουφί του για να μην κρυώνει. Και έτσι εκείνο το βράδυ αποκοιμήθηκαν μαζί, με ένα πλατύ χαμόγελο.
Την επόμενη μέρα, το φως του ηλίου τους βρήκε αγκαλιασμένους, όμως απ' τον καλό μας χιονάνθρωπο δεν είχε μείνει παρά μόνο η καροτένια μύτη και τα κλαδιά που είχε για χέρια. "Από θαύμα σώθηκε!", αναφωνούσαν οι περαστικοί στο δρόμο που έβλεπαν το μικρό κοριτσάκι, το οποίο, αν δεν ήταν για το κασκόλ και το σκουφί του χιονάνθρωπου, θα είχε παγώσει από το κρύο.