ΕΝΑ ΠΑΙΔΙΚΟ ΤΡΕΝΑΚΙ κάποτε σε ένα σπίτι φοβόταν πολύ να βγει από τις ράγες του και ό,τι κι αν έκανε δεν πήγαινε ποτέ όπισθεν.
Έτσι μια κρύα μέρα του χειμώνα το αγόρι που το είχε στην συλλογή παιχνιδιών του έστησε τις ράγες του στον κήπο έξω από το σπίτι. Έπειτα τοποθέτησε το τρενάκι πάνω τους και το άφησε γεμάτο χαρά να κάνει βόλτες. Το τρενάκι το χάρηκε πολύ, αφού για πρώτη του φορά γνώρισε τη φύση.
Λίγο αργότερα όμως μαζεύτηκαν σύννεφα στον ουρανό και το αγόρι έτρεξε στο σπίτι να προφυλαχτεί, ξεχνώντας το τρενάκι και τις ράγες έξω στον κήπο. Αυτό συνέχισε ανέμελα να κάνει στροφές βγάζοντας τον χαρακτηριστικό ήχο "τσαφ, τσουφ, τσαφ, τσουφ!", δίχως να καταλάβει ότι σύντομα θα έπεφτε όχι βροχή αλλά χιόνι.
Έτσι δεν πρόλαβε να περάσει λίγη ώρα, και το άρχισε να μαζεύεται πάνω στις ράγες του. Αυτό πεισμωμένο συνέχισε να κάνει την γνωστή του διαδρομή, ώσπου οι ράγες πάγωσαν και άρχισαν να το δυσκολεύουν πολύ. Όταν πια το χιόνι μαζεύτηκε μπόλικο μπόλικο, το τρένο κόλλησε για τα καλά.
"Ίσως θα βοηθούσε αν έβαζες όπισθεν για να ξεκολλήσεις", του είπε ένα σπουργίτι που καθόταν σε ένα δέντρο εκεί κοντά. Το τρενάκι πάλι, που χρόνια ολόκληρα τσουλούσε μόνο πάνω στις ράγες του και μόνο πηγαίνοντας μπροστά, σάστισε μα δεν σκέφτηκε ούτε προς στιγμή να βάλει όπισθεν. Αντ' αυτού πείσμωσε και σκέφτηκε να βάλει περισσότερη δύναμη για να ξεκολλήσει απ΄το χιόνι που είχε μαζευτεί πάνω στις ράγες του. Για να μη φοβηθεί μάλιστα, έκλεισε τα μάτια του, πήρε μια δυνατή ανάσα και όρμησε μπροστά.
Λίγο αργότερα όμως που τα άνοιξε, είδε πως είχε φύγει τελείως απ' τις ράγες και πως είχε βρεθεί σε μια κατηφόρα, η οποία ακριβώς επειδή ήταν στρωμένη με χιόνι γλιστρούσε πολύ και το παρέσερνε. "Είναι σααααν.... πατινάζ....!", αναφώνησε τρομαγμένο και προσπάθησε με τα χίλια ζόρια να κρατήσει ισορροπία, όμως η φόρα που είχε μαζέψει ήταν τόση που κατηφόριζε με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα.
"Βάλε όπισθεν!", του είπε το σπουργίτι βλέποντάς το στον κατήφορο και το πήρε ξωπίσω. Όσο γρήγορα κι αν τσούλαγε όμως τόσο δεν έλεγε να βάλει όπισθεν, παρά μόνο πατούσε φρένο δίχως να σταματάει. Έτσι λίγο αργότερα και το καλό μας τρενάκι βρέθηκε με τα μισά βαγόνια να κρέμονται στην άκρη μιας βαθιάς λακούβας.
"Ας βάλω όπισθεν μήπως και σωθώ", σκέφτηκε αυτό, μα μόλις που κατάφερε να ξεκολλήσει και το χώμα από κάτω του κατέρρευσε, ρίχνοντάς το πάνω σε μια τόση δα λιμνούλα που είχε σχηματιστεί μέσα στη λακούβα, η οποία είχε πιάσει πάγο και έμοιαζε με παγοδρόμιο. Μόλις είδε τι είχε συμβεί, το σπουργίτι έτρεξε από πάνω του να δει αν χτύπησε.
"Είναι υπέροχο να κάνεις βόλτες δίχως ράγες!", του φώναξε το τρενάκι, το οποίο όχι μόνο δεν χτύπησε αλλά άρχισε να κάνει ανέμελα πατινάζ πάνω στον πάγο. Από εκείνη τη μέρα όχι μόνο δεν ξαναχρειάστηκε ράγες, αλλά έμαθε να πηγαίνει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ήθελε χωρίς να του πει άλλος.