ΜΙΑ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σπίτι είχε μεγάλη περιέργεια την ώρα που την ετοίμαζε η νοικοκυρά στο ταψί για το τι φλουρί θα της έβαζε. "Σίγουρα μου αξίζει κάποιο νόμισμα – κόσμημα", έλεγε στα στολίδια του δέντρου και αυτά γελούσαν μαζί της, αφού τα φλουριά συνήθως είναι συνηθισμένα νομίσματα με μικρή αξία.
Ώσπου κάποια στιγμή είδαν την νοικοκυρά να βγάζει ένα νόμισμα του ενός ευρώ και να το αφήνει πάνω στο τραπέζι, ακριβώς δίπλα στη βασιλόπιτα. Αυτή τρομοκρατήθηκε πολύ μόλις το είδε. "Για φλουρί το προορίζει", τη διαβεβαίωσαν τα χριστουγεννιάτικα στολίδια και έπειτα της έδειξαν έναν σωρό από νομίσματα των δέκα, είκοσι και πενήντα λεπτών, για να την πείσουν να συμβιβαστεί με αυτό που της έτυχε.
"Μια ΒΑΣΙΛΟ-πιτα σαν κι εμένα αξίζει να έχει ένα εξίσου βασιλικό φλουρί!", είπε γεμάτη έπαρση αυτή και βάλθηκε να βρει το φλουρί που θα της άξιζε. Έτσι, για να σιγουρέψει πως δεν θα της τύχαινε κανένα από τα ψιλά που είχε αφημένα η νοικοκυρά στον πάγκο, τα ξεφορτώθηκε όλα γρήγορα – γρήγορα σε παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Έπειτα φόρεσε το κασκόλ της και ξεχύθηκε στους δρόμους της Αθήνας, αναζητώντας σπάνια νομίσματα.
Μόλις έφτασε στο Μοναστηράκι άρχισε να ψάχνει τους πάγκους των μικροπωλητών, πάνω στους οποίους έβρισκε λογής λογής ασυνήθιστα νομίσματα, άλλα χάλκινα, άλλα ασημένια και άλλα επίχρυσα. Το μάτι της όμως έπεσε πάνω σε ένα συγκεκριμένο, το οποίο είχε μια μεγάλη τρύπα στη μέση. "Πρόκειται για φλουρί Κωνσταντινάτο!", της είπε ο πωλητής, και της το πούλησε χωρίς αυτή να το σκεφτεί πολύ. Το φλουρί όμως, που τόσο τη θάμπωσε με τη γυαλάδα του, δεν ήταν παρά μια τρύπια δεκάρα που είχε ξεμείνει απ' τα παλιά χρόνια και η καλή μας η βασιλόπιτα που λίγο το κατάλαβε, έδωσε τη μισή της περιουσία για να το αποκτήσει.
Στο δρόμο όμως προς το σπίτι τις μπήκαν υποψίες. Έτσι έβγαλε την τρύπια δεκάρα απ' την τσέπη της για να τη δει στο φως. Καθώς όμως την περιεργάζονταν στον ήλιο, της έπεσε απ’ τα χέρια και κύλησε ως τον κοντινότερο υπόνομο. "Το μονάκριβο φλουρί μου...", έκλαψε η βασιλοπιτα πάνω από τη σχάρα του υπονόμου και τα σκεύη και ασημικά στο Θησείο μαζεύτηκαν τριγύρω της για να την παρηγορήσουν. Με τα πολλά της εξήγησαν πως το τρύπιο φλουρί που είχε αγοράσει δεν είχε ιδιαίτερη αξία και πως της άξιζε κάτι καλύτερο. Έτσι κι αυτή σταμάτησε να κλαίει.
Συνεχίζοντας το ψάξιμο στους πάγκους της αγοράς του Θησείου, έπιασε με το μάτι της μια χρυσή λίρα. "Την αγοράζω όσο όσο", είπε στον πωλητή και του έδωσε την άλλη της μισή περιουσία. Για να μην την πατήσει κι αυτή τη φορά, την κοίταξε καλά καλά στο φως. Μαγεύτηκε δε τόσο από το λαμπίρισμα του χρυσού που την πήρε και πήγε σπίτι. Έπειτα στήθηκε στο ταψί και περίμενε την νοικοκυρά να επιστρέψει.
Μόλις αυτή γύρισε, απόρησε πολύ με το μυστηριώδες φλουρί. "Μια κάλπικη λίρα!", αναφώνησε εξετάζοντάς την καλά και ζυγίζοντάς τη με το χέρι και τα στολίδια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο κόντεψαν να κλάψουν απ’ τα γέλια με το πάθημα της βασιλόπιτας. Αυτή πάλι μόλις κατάλαβε πως είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία όχι σε ένα αλλά σε δυο ψεύτικα φλουριά, έβαλε τα κλάματα και βαλάντωσε για τα καλά.
"Γρουσουζιά να βάλουμε λίρα κάλπικη για φλουρί", είπε η νοικοκυρά στη βασιλόπιτα. Έπειτα άνοιξε το σεντούκι στο οποίο φύλαγε την προίκα της και από μέσα έβγαλε μια κανονική, ολόχρυση λίρα που την είχε φυλάξει χρόνια ολόκληρα, την οποία τοποθέτησε στη βασιλόπιτα.
Το ίδιο βράδυ και αφού η βασιλόπιτα πήρε το μάθημά της να προσέχει πως ξοδεύει τα λεφτά της, μόλις μπήκε η καινούρια χρονιά φρόντισε ώστε η χρυσή λίρα να τύχει στο κομμάτι «για τους φτωχούς».