ΕΝΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΟ ΚΕΡΙ ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ απολάμβανε πολύ τον θαυμασμό που του έδειχναν τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. "Τι όμορφα που φέγγεις στο σκοτάδι!", του έλεγαν αυτά, και μαζεύονταν τριγύρω του τις σκοτεινές νύχτες του χειμώνα για να ζεσταθούν και να εμπνευστούν από την φλόγα του.
Ώσπου μια μέρα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, η νοικοκυρά αγόρασε πολύχρωμα λαμπάκια με τα οποία στόλισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. "Μα είναι πανέμορφο όπως φέγγουν με ρυθμό!", αναφώνησαν τα άλλα στολίδια μόλις τα άναψε, και το καλό μας κερί απόρησε πολύ, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν το μόνο που κέρδιζε το θαυμασμό τους. Και έτσι αποφάσισε να φέξει πιο δυνατά με τη φλόγα του, αλλά και πάλι δεν κατάφερε να κάνει τα στολίδια να του δώσουν σημασία.
Και έτσι πέρασαν και οι επόμενες ημέρες, ώσπου πλέον τα στολίδια το ξέχασαν τελείως και αυτό έμεινε στην γωνιά του παραπονεμένο. "Εσύ δεν φέγγεις με ρυθμό", του είπε κάποια στιγμή μια διακοσμητική μπάλα και αυτό πείσμωσε πολύ μόλις το άκουσε. Τότε σκέφτηκε να ζητήσει από το αρμόνιο να του μάθει τι θα πει ρυθμός και από τα άλλα διακοσμητικά κεριά να οργανώσουν παράσταση με τις φλόγες τους.
"Το σημαντικό είναι ο συγχρονισμός των κινήσεων", του είπε το αρμόνιο και του έδωσε μια μπαγκέτα μαέστρου ώστε να διευθύνει τα άλλα κεριά. Έτσι κι αυτά, αφού έκαναν αρκετές πρόβες, μαζεύτηκαν στην ίδια πιατέλα με το κερί και προσκάλεσαν τα στολίδια να παρακολουθήσουν το θέαμα. Φρόντισαν δε ώστε οι φλόγες τους να συγχρονιστούν τόσο όμορφα και καλά, που όλο αυτό έμοιαζε σαν κάποιο είδους εξωτικού χορού.
Δεν πρόλαβε να περάσει λίγη ώρα και σύντομα δεν υπήρχε ούτε ένα στολίδι που να μην παρακολουθεί την παράσταση των κεριών με θαυμασμό. Μόλις τα λαμπάκια του δέντρου κατάλαβαν τι είχε συμβεί έστησαν κι αυτά δική τους παράσταση: άρχισαν να αναβοσβήνουν σε διαφορετικούς ρυθμούς, και το καθένα στο χρώμα του, ώστε να τραβήξουν πίσω την προσοχή των στολιδιών. Το σχέδιο πέτυχε, και σύντομα τα στολίδια μαζεύτηκαν πάλι τριγύρω τους.
"Είναι ανώφελο να πολεμάς με την τεχνολογία...", είπε στενοχωρημένο το κερί καθώς έβλεπε τους θεατές του για ακόμη μια φορά να φεύγουν και να πηγαίνουν να θαυμάσουν τα λαμπάκια του δέντρου.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, και μπήκε στο δωμάτιο ο γιος της νοικοκυράς, ο οποίος αγαπούσε πολύ να γράφει ποίηση. Αυτός άνοιξε το παράθυρο, μέσα από το οποίο φύσηξε δυνατός αέρας, και όλα τα κεριά έσβησαν μονομιάς. Όλα, εκτός από το καλό μας κερί, το οποίο πεισμωμένο άρχισε να πολεμάει και με τον άνεμο ώστε να κρατήσει την φλόγα του ζωντανή.
"Τι όμορφο!", αναφώνησε ο ποιητής γιος μόλις είδε το κερί να πασχίζει. Έπειτα έκλεισε το παράθυρο, καθώς και τα φωτάκια του δέντρου, τα οποία τον ενοχλούσαν με τα φανταχτερά τους χρώματα. Έπειτα πήρε χαρτί και μολύβι, και κάθισε στο φως του κεριού να γράψει.
Ήταν το πιο όμορφο ποίημα που έγραψε ποτέ του.