ΕΝΑΣ ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα παιδικό δωμάτιο έδειξε ιδιαίτερη τόλμη στη μάχη ενάντια στον εχθρό με αποτέλεσμα να ξεμακρύνει πολύ από τους άλλους στρατιώτες και να χαθεί. Και ενώ χάρηκε που ο πόλεμος τελείωσε και ο εχθρός είχε εξολοθρευτεί, μόλις γύρισε πίσω τρομοκρατήθηκε που δεν είδε κανέναν από τους δικούς του.
Στενοχωρημένος και ταλαιπωρημένος από τη μάχη, ξεκίνησε ταξίδι για να τους βρει. Περπάτησε πολύ και με μεγάλη κούραση στα πόδια του, μέσα από όρη και πεδιάδες, ώσπου κάποια στιγμή ένιωσε να τον καταβάλλει η κούραση. Αφού λοιπόν βρήκε ένα ασφαλές μέρος για να ακουμπήσει, έβγαλε μια μια τις μπότες απ' τα ταλαιπωρημένα του πόδια και τις τοποθέτησε στο έδαφος. Τότε όμως πέρασε από μπροστά του ένα μεγάλο και τρομερό αρπακτικό πουλί, το οποίο σαν αστραπή πέταξε και πήρε τις μπότες, φεύγοντας μακριά.
Ο στρατιώτης τρόμαξε και λυπήθηκε πολύ, γιατί ήξερε πως τον περίμενε ακόμα δρόμος. Όση κι αν ήταν η κούρασή του όμως, δεν πτοήθηκε. Συνέχισε την πορεία του, αυτή τη φορά χωρίς τις μπότες του, ώσπου βρέθηκε σε ένα ορμητικό ποτάμι. Με πολλή προσοχή προσπάθησε να το διασχίσει πηγαίνοντας από πέτρα σε πέτρα, όμως τότε φύσηξε ένας δυνατός άνεμος που τον έσπρωξε μέσα στα νερά του ποταμιού, με αποτέλεσμα να χάσει το καπέλο του και να σκιστεί η κάπα του.
Με τα πολλά ο ταλαιπωρημένος στρατιώτης κατάφερε να φτάσει ως την άλλη μεριά του ποταμιού, όπου άναψε μια μεγάλη φωτιά για να στεγνώσουν τα ρούχα του. Έβγαλε το παντελόνι του, έπειτα και την σκισμένη του κάπα και τα άπλωσε μπροστά στην φωτιά για να στεγνώσουν. Τόσο ανακουφίστηκε τόσο από την ζεστασιά της φωτιάς που ακούμπησε το όπλο δίπλα του και αποκοιμήθηκε. Μόλις όμως ξύπνησε το πρωί, αντίκρισε ένα θέαμα που τον απογοήτευσε ακόμη περισσότερο: το όπλο του είχε κάνει φτερά, το ίδιο και το παντελόνι του. Το μόνο που είχε μείνει να θυμίζει ότι είναι ένας στρατιώτης ήταν η κάπα του, κι αυτή, έτσι σκισμένη που ήταν σίγουρα θα προκαλούσε γέλιο στους άλλους στρατιώτες.
Για μια ακόμη φορά, ο μολυβένιος στρατιώτης τράβηξε τον δύσκολο και μοναχικό δρόμο της επιστροφής. Η κούραση της μάχης που είχε προηγηθεί ήταν πλέον ένα τίποτα μπροστά στις κακουχίες που είχε βιώσει μέχρι να βρει ξανά το στρατόπεδο. Όμως, τα κατάφερε. Μόλις τον αντίκρισε ο φρουρός, απόρησε που τον είδε έτσι με σκισμένα τα ρούχα, χωρίς οπλισμό και χωρίς διακριτικά για να τον αναγνωρίσουν, και δεν τον πίστεψε. "Δεν είσαι σαν εμάς", του είπε ορθά -κοφτά.
"Θα ήμουν, αν δεν είχα χάσει το όπλο, τις μπότες και το καπέλο μου στην πορεία μου ως εδώ", απάντησε ο στρατιώτης, και του έδειξε την σκισμένη του κάπα. Τότε μαζεύτηκε ένα πλήθος άλλων μολυβένιων στρατιωτών, οι οποίοι τον κοιτούσαν με μεγάλη περιέργεια, προσπαθώντας να καταλάβουν πως είναι δυνατόν κάποιος να είναι στρατιώτης αλλά να μην μοιάζει καθόλου με τα άλλα στρατιωτάκια.
Για να δώσει λύση στο πρόβλημα, ο φρουρός σκέφτηκε να φωνάξει το λοχαγό, ο οποίος εμφανίστηκε μπροστά του και δυσκολεύτηκε πολύ να πειστεί ότι είναι πράγματι ένας μολυβένιος στρατιώτης. Αυτός, αφού πρώτα του έδειξε τη σκισμένη κάπα, σκέφτηκε να του δείξει τα τραύματα που είχε στο σώμα του από τον πόλεμο και να του διηγηθεί την έκβαση της τελευταίας μάχης με κάθε λεπτομέρεια.
Ο λοχαγός όχι μόνο πείστηκε, αλλά ζήτησε από τους άλλους στρατιώτες να του φέρουν κατευθείαν καινούριο όπλο, μπότες και καπέλο. Αφού απέκτησε ξανά την εμφάνιση ενός κανονικού στρατιώτη, τον παρασημοφόρησε μπροστά σε όλο το στράτευμα, το οποίο τον καταχειροκρότησε.