ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΕΡΣΙΑ ζούσε ο γιος ενός φτωχού εμπόρου. Μαζί με τον πατέρα του είχαν ταξιδέψει σε όλη την επικράτεια του βασιλείου, από την Μεσοποταμία μέχρι την Ινδία, εμπορευόμενοι λυχνάρια, ασημικά και λογής λογής άλλα πολύτιμα αντικείμενα τα οποία κουβαλούσαν σε ένα σεντούκι. Μια κρύα νύχτα του χειμώνα όμως, και ενώ οι δυο τους ταξίδευαν με την καμήλα μέσα από την έρημο της Χορασμίας, ο πατέρας αρρώστησε και πέθανε. Και έτσι ο γιος έμεινε μόνος του, με μόνη περιουσία την πραμάτεια του πατέρα του.
Λυπημένος όπως ήταν, και αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, κίνησε με την καμήλα του μέσα από την έρημο. Τα ασημικά βάραιναν πολύ την καμήλα και έτσι σκέφτηκε να πετάξει κάποια ώστε να την αλαφρώσει. Μέρα μεσημέρι όμως παρουσιάστηκε μπροστά του ένας Μάγος, ο οποίος του έδωσε ένα λυχνάρι λέγοντάς του: "Έχασες τον πατέρα σου, θα σου χαριστεί όμως ένα βασίλειο". Τον άκουσε ο νέος και πριν καλά καλά προλάβει να τον ρωτήσει, αυτός εξαφανίστηκε.
Ο νέος μάζεψε το λυχνάρι και το έτριψε. Τότε εμφανίστηκε μπροστά του ένα τζίνι. Το μόνο που του είπε είναι "Άρχοντά μου", και έπειτα τον άρπαξε από τον ώμο και τον πέταξε ψηλά, πάνω σε ένα μαγικό χαλί, και με αυτό περάσανε πάνω από την Σαμαρκάνδη. Αφού τον ξενάγησε καλά καλά στην μαγεμένη πολιτεία και του έδειξε τα παλάτια των αρχόντων εκεί, τον πήρε και με το χαλί πετάξανε ως την λίμνη Αράλη.
Τον άφησε στις όχθες της λίμνης του είπε: "Αυτό είναι το δικό σου παλάτι". Έγνεψε στη λίμνη και από τα βάθη της φάνηκε ένα πανέμορφο παλάτι με αψίδες και περίτεχνη ανάγλυφη διακόσμηση, το οποίο αναδύθηκε μπροστά στα μάτια τους. Πριν καλά καλά ο νέος προλάβει να πει κάτι, το τζίνι τον έπιασε από τον ώμο και τον πήγε μέσα στο παλάτι. Έπειτα τον τοποθέτησε στον θρόνο και του είπε "Αυτοί είναι οι υπηρέτες σου". Από τους διαδρόμους του παλατιού ξεπρόβαλαν μορφές νέων οι οποίοι παρουσιάστηκαν μπροστά στον νεαρό και του υποκλίθηκαν. "Και αυτά είναι τα πλούτη σου", του είπε το τζίνι, και εμφανίστηκαν δυο υπηρέτες που κουβαλούσαν ένα μεγάλο σεντούκι με αμύθητα πλούτη, σμαράγδια και ρουμπίνια απ' όλες τις γωνιές της γης. Έπειτα το τζίνι τον έπιασε για ακόμη μια φορά και τον πήγε στα τείχη του παλατιού. "Και αυτός είναι ο στρατός σου", του είπε, και μπροστά του εμφανίστηκε πλήθος στρατιωτών με αστραφτερές πανοπλίες και δόρατα. Τότε το τζίνι εξαφανίστηκε, αφήνοντας τον νεαρό πρίγκηπα μόνο με την καινούρια του τύχη.
Ξαφνικά εμφανίστηκε στον ορίζοντα η καμήλα, ζωσμένη με το σεντούκι του πατέρα του με τα ασημικά. Και καθώς αυτή πλησίαζε στο παλάτι, έτρεχε όλο και πιο γρήγορα και σκορπούσε τα ασημικά κάτω. Οι στρατιώτες φοβήθηκαν από την σκόνη που σήκωσε και έκαναν να την συλλάβουν. Αλλά μόλις την είδε ο νέος τους έδωσε διαταγή να την αφήσουν να μπει στο παλάτι και να μαζέψουν όλα τα ασημικά από κάτω. Της έδωσε νερό να πιεί, έπειτα διέταξε τους υπηρέτες να βάλουν το μικρότερο σεντούκι με τα ασημικά δίπλα στο μεγάλο με τα πλούτη του παλατιού. Και τότε εμφανίστηκε μπροστά του ο μάγος, ο οποίος του είπε: "Σου έδωσα όσα δεν κέρδισε ο πατέρας σου με μόχθο τόσα χρόνια, και δεν θα κέρδιζες και συ ποτέ, όπως συμβαίνει με τους τίμιους ανθρώπους. Σεβάστηκες τον μόχθο του πατέρα σου ως το τέλος. Το παλάτι είναι δικό σου."