ΤΑ ΠΟΛΥ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, στην μεσαιωνική Γερμανία, ζούσε ένας καλόγερος πάμφτωχος, άσχημος και χοντρός, με μύτη κόκκινη και αυτιά σαν τα παντζάρια. Ο άνθρωπος αυτός έμενε με μοναδική παρέα τον σκύλο του σε έναν στάβλο έξω από ένα χωριό. Από το χωριό αυτό περνούσε συχνά και ήταν γνωστός σαν ο ζηλιαρο-Θωμάς, χωρίς όμως κανένας να γνωρίζει το πραγματικό του όνομα.
Ο άνθρωπος αυτός συνήθιζε να περιφέρεται στο χωριό και να παρατηρεί την ευημερία των άλλων ανθρώπων. Γνώριζε πολύ καλά ποιος είχε περιουσία, ποιος την κληρονόμησε και ποιος την έχασε. Επίσης φρόντιζε στο δρόμο από κουτσομπολιά του χωριού να μαθαίνει για τις επιτυχίες και τις δυστυχίες των άλλων. Τους συναντούσε στο δρόμο και τους μιλούσε στον καθένα ξεχωριστά, προσπαθώντας να μάθει όσα περισσότερα γίνεται, δήθεν από χαρά ή συμπόνοια. Όταν όμως έφτανε έξω από την Εκκλησία δεν έδινε δεκάρα σε ελεημοσύνη.
Μια μέρα που ο καλόγερος με τον σκύλο του έκαναν βόλτα στο δάσος, παρουσιάστηκε μπροστά τους σκαρφαλωμένο σε ένα ξερόδεντρο ένα πράσινο φίδι. Μόλις το είδε ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει αλλά σύντομα σταμάτησε. Τότε το φίδι έβγαλε μιλιά και είπε:
«Ξέρω ότι θέλεις αυτά που έχουν οι άλλοι. Αυτά που εσύ δεν είχες ποτέ.»
Ο καλόγερος σάστισε. Στην αρχή έκανε να γυρίσει και να φύγει, αλλά τελευταία στιγμή γύρισε και ξανακοίταξε το φίδι. Τότε αυτό συνέχισε: «Δεν χρειάζεται να γίνεις τίποτε περισσότερο από αυτό που είσαι ήδη. Ακολούθησε πιστά τον σκύλο σου και θα σε οδηγήσει αυτός».
Έπειτα το φίδι κατέβηκε από το δέντρο και χάθηκε στο έδαφος. Ο σκύλος τότε άρχισε να τρέχει προς το δάσος. Ο καλόγερος έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά αυτός έτρεξε τόσο γρήγορα που βγήκε μπροστά και χάθηκε στην ομίχλη. Τότε άρχισε κι αυτός να τρέχει και να τον ακολουθεί, μέχρι που τριγύρω του δεν μπορούσε να δει τίποτα από την πηχτή ομίχλη που είχε καλύψει τα πάντα. Όταν η ομίχλη έσπασε όμως, ανακάλυψε μπροστά του ένα σεντούκι με χρυσά νομίσματα και τον σκύλο να τα σκαλίζει.
Ο καλόγερος πήρε όσα χρυσά νομίσματα μπορούσε και τα μετέφερε πίσω στον στάβλο του. Έπειτα τις επόμενες μέρες πήγε στην πόλη και αγόρασε με αυτά όμορφα ρούχα. Αφού πέταξε τα ράσα που κουβαλούσε μια ζωή, ντύθηκε σαν αριστοκράτης και επισκέφτηκε ξανά το χωριό για να δειχθεί. Πριν φύγει, αγόρασε επίσης ένα άσπρο άλογο και ένα καπέλο για να κρύβει τα άσχημα, κόκκινα αυτιά του. Οι χωρικοί όμως δεν κατάλαβαν καν ποιος είναι, και έτσι δεν μπήκαν καν στον κόπο να τον χαιρετήσουν.
Έτσι κι αυτός την επόμενη μέρα ξαναπήγε στην πόλη, και με τα φλουριά από το σεντούκι αγόρασε μια μεγαλοπρεπή άμαξα. Αφού έβαλε το άλογο να την σέρνει, κίνησε προς το χωριό, ελπίζοντας ότι αυτή την φορά οι χωρικοί θα τον χαιρετήσουν και θα νιώσουν φτωχοί μπροστά του. Όταν όμως αυτό πάλι δεν έγινε όπως ήθελε, γύρισε πίσω στο στάβλο και κόντεψε να σκάσει από το κακό του.
Και έτσι πάλι την επόμενη μέρα πήγε πίσω στην πόλη. Αγόρασε δέκα άλογα να βάλει στην άμαξα, και νοίκιασε οδηγό. Πήγε σε ακόμη πιο ακριβά ρουχάδικα και ψώνισε την τελευταία λέξη της μόδας. Για να είναι σίγουρος πως θα εντυπωσιάσει, αγόρασε μια περίτεχνη περούκα ώστε να κρύψει κάτω από αυτήν τα άσχημα, κόκκινα αυτιά του και έναν στενό κορσέ για να μαζέψει την κοιλιά του, τον οποίο φόρεσε κάτω από το πουκάμισο. Για να σιγουρέψει μάλιστα ότι αυτή την φορά οι χωρικοί θα τον δουν, μίσθωσε ένα πλήρωμα από μουσικούς, οι οποίοι με τρομπέτες και κιθάρες θα συνόδευαν την άμαξα στο χωριό.
Οι χωρικοί απόρησαν με το θέαμα και αναρωτήθηκαν τι δουλειά είχε αυτός ο μυστήριος αριστοκράτης να επισκέπτεται το ταπεινό τους χωριό. Πλήθος παιδιών μαζεύτηκαν στους δρόμους να παρακολουθήσουν το απίστευτο θέαμα. Κάθε φορά που η άμαξα σταματούσε, ο αριστοκράτης πλέον ζηλιαρο-θωμάς κατέβαινε και επισκέπτονταν τα ίδια άτομα που γνώριζε παλιότερα και που τον γνώριζαν ως φτωχό καλόγερο, με την ελπίδα ότι θα τον αναγνωρίσουν και θα τον ζηλέψουν. Μόλις καταλάβαινε ότι δεν τον αναγνώριζαν, τους έλεγε σε όλους το ίδιο παραμύθι: ότι είχε έρθει στο χωριό για να αγοράσει περιουσία.
Αφού λοιπόν το πήρε απόφαση ότι κανένας στο χωριό δεν τον αναγνώριζε, σκέφτηκε ένα πλάνο: θα κατευθυνόταν με την άμαξα και τους ακολούθους του στην πλατεία του χωριού όπου θα έβγαζε λόγο με τον οποίο θα εξηγούσε στους συγχωριανούς του ότι ήταν ο ίδιος, ο καλόγερος που γνώριζαν, ο οποίος πλέον είχε πλουτίσει πολύ και είχε αλλάξει η τύχη του ριζικά. Έτσι και έγινε. Αφού στάθμευσε την άμαξα στην μέση της πλατείας, κατέβηκε από αυτήν. Πλήθος κόσμου πήγαν στην πλατεία για να δουν το θέαμα, και να τον ακούσουν. Τότε αυτός είπε δυνατά:
«Όλοι σας με γνωρίζετε. Είμαι ο Θωμάς ο καλόγερος. Τόσα χρόνια σας έβλεπα να πλουτίζετε και να μην δίνετε σημασία. Όμως η τύχη μου άλλαξε, και τώρα είμαι και εγώ πλούσιος. Κοιτάξτε με πόσο ακριβή άμαξα μετακινούμαι!»
Οι χωρικοί δυσανασχέτησαν γιατί δυσκολεύτηκαν πολύ να πιστέψουν τον ξένο και την καλή του τύχη. Τότε ένα μικρό παιδί του είπε με αθώο τρόπο:
«Δεν είσαι ο ζηλιαρο-Θωμάς, γιατί ο ζηλιαρο-Θωμάς είναι χοντρός και έχει αυτιά κόκκινα σαν τα παντζάρια. Εσύ είσαι ένας ξένος με περιουσία.»
Τότε αυτός θύμωσε. Για να αποδείξει σε όλους ότι όντως είναι ο ζηλιαρο-Θωμάς έβγαλε το πουκάμισό του και χαλάρωσε τον κορσέ ώστε να φανεί η κοιλιά του. Έπειτα έλυσε τα άσχημα αυτιά του από την περούκα και την πέταξε. Και έπειτα με βροντερή φωνή είπε:
«Να ορίστε, εγώ είμαι ο Θωμάς που γνωρίζετε. Τώρα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.»
Οι χωρικοί τότε τον αναγνώρισαν και όπως ήταν φυσικό, ξέσπασαν σε γέλια με το αλλοπρόσαλλο θέαμα ενός ανθρώπου που από την ζήλια του για τους άλλους έφτασε στο σημείο να φοράει κορσέ για να κρύψει την κοιλιά του και να δένει τα άσχημα αυτιά του κάτω από περίτεχνες περούκες. Αυτός πάλι ξέσπασε σε κλάματα και συνέχισε να κλαίει μέχρι που έπεσε το μαύρο σκοτάδι και η πλατεία άδειασε. Και έτσι πήρε το μάθημά του.