ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ γεμάτο πανέμορφα δάση και εύφορες πεδιάδες ζούσε ένας βασιλιάς τίμιος και καλός. Ο βασιλιάς αυτός αγαπούσε πολύ τα δέντρα και την φύση, και απολάμβανε να κάνει βόλτες στην εξοχή για να αναπνέει καθαρό αέρα. Μια μέρα όπως που έκανε την βόλτα με το άλογό του, παρατήρησε ότι οι αγρότες είχαν κόψει ένα μέρος των δέντρων του δάσους για να μεγαλώσουν τα χωράφια τους. Μόλις το συνειδητοποίησε στενοχωρήθηκε πολύ, αφού κατάλαβε πως το δάσος κινδύνευε να εξαφανιστεί αν συνέχιζαν έτσι.
Έβγαλε λοιπόν διαταγή, την οποία κοινοποίησε σε κάθε υπήκοο της χώρας του, πως θα έπρεπε να σταματήσουν να κόβουν δέντρα από το πανέμορφο δάσος τους ώστε να το σώσουν από την καταστροφή.
Οι αγρότες αμέσως υπάκουσαν, ωστόσο ένας πονηρός αγρότης που ήθελε να μεγαλώσει κι άλλο το χωράφι του έβαλε σε εφαρμογή το εξής τέχνασμα: κάθε βράδυ, αφού έπεφτε ο ήλιος, έπαιρνε το τσεκούρι και έκοβε μόνο ένα δέντρο ώστε να μην τον καταλάβει κανείς, και όχι κοντά στο χωράφι του, αλλά σε ένα κοντινό ξέφωτο. Έπειτα έσερνε τον κορμό του κομμένου δέντρου ως το σπίτι του, τον έκανε κούτσουρα και τα πετούσε στην φωτιά. Μερικές μέρες αργότερα το ξέφωτο είχε αρχίσει να αραιώνει από δέντρα, και στην θέση τους δεν είχαν μείνει παρά μόνο οι ρίζες τους και κάποια κλωνάρια. "Λίγο λίγο κάθε μέρα και κανένας δεν θα με πάρει χαμπάρι", σκέφτηκε. Έπειτα φύτεψε λάχανα, ώστε αυτά να ωριμάσουν και σε μερικούς μήνες να πάει και να τα μαζέψει.
Όταν μια μέρα που έκανε την βόλτα του ο βασιλιάς αντίκρισε το ξέφωτο οργίστηκε, αφού κατάλαβε πως κάποιος από τους υπηκόους του είχε παραβεί την διαταγή του. Υποσχέθηκε λοιπόν σε όποιον θα έπιανε τον παραβάτη και θα έσωζε το δάσος πως θα του έδινε χίλια χρυσά φλουριά ως ανταμοιβή.
Τότε βρέθηκε ένας πανέξυπνος κυνηγός, ο οποίος είχε δει τον αγρότη να κόβει τα δέντρα, αλλά δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν αυτός γιατί δεν φαινόταν καλά το πρόσωπό του μέσα στην νύχτα. Αυτός περίμενε καρτερικά την ώρα που θα ωρίμαζαν τα λάχανα, και το τελευταίο βράδυ, πήγε και έσπειρε μαγικές τσουκνίδες στο ξέφωτο, οι οποίες μέσα σε λίγα από σπόρος γίνονταν ολόκληρο φυτό. Αφού τις έσπειρε και αυτές φύτρωσαν, κρύφτηκε σε μια γωνιά και περίμενε τον αγρότη να φανεί.
Αυτός εμφανίστηκε λίγο πριν το χάραμα και άρχισε να μαζεύει τα λάχανα, αλλά καθ' ότι τριγύρω του υπήρχε σκοτάδι, δεν πρόσεξε τις τσικνούδες. Τότε αυτές άρχισαν να τον τσιμπάνε, και με κάθε τσιμπιά τους άρχισε να τον πιάνει φαγούρα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Σύντομα όμως για να γλιτώσει το κακό που τον βρήκε ξυνόταν σε όλο του το σώμα. Όσο όμως έτριβε τα κοκκινάδια στο σώμα του, τόσο αυτά τον έτσουζαν. Ώσπου άρχισε να φωνάζει δυνατά για βοήθεια και να τρέχει προς την πόλη.
Τότε ο κυνηγός βγήκε από την κρυψώνα του και, λίγο πριν αυτός φτάσει στον γιατρό, τον συνέλαβε. Μόλις τον παρουσίασε στον βασιλιά, αυτός ομολόγησε την πονηριά του. Ο βασιλιάς επέτρεψε να του δώσουν αλοιφή για το τσούξιμο, αλλά ως τιμωρία τον ανάγκασε να φυτέψει εκατό μικρά δενδρύλλια κοντά στο ξέφωτο και να τα ποτίζει κάθε μέρα ώσπου να γίνουν μεγάλα και δυνατά δέντρα.
Και έτσι ο κυνηγός πήρε την αμοιβή του, αλλά και ο αγρότης το μάθημά του. Από τότε δεν βρέθηκε ούτε ένας υπήκοος του βασιλείου αυτού να πληγώσει ξανά το δάσος, παρά μόνο καμάρωναν και ευχαριστούσαν τον βασιλιά τους για τον καθαρό αέρα που ανέπνεαν.