ΕΝΑΣ ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ γεμάτο καταπράσινα δάση είχε δημιουργήσει μια πάρα πολύ μεγάλη περιουσία από την τέχνη του. Με όπλα το τόξο του και ένα κοντάρι είχε καταφέρει να πιάσει πολλά είδη σπάνιων πουλιών τα οποία πουλούσε στην αγορά του χωριού. Μια μέρα όμως που είχε βγει για κυνήγι, είδε μπροστά του για πρώτη φορά στην ζωή του έναν ολόλευκο κύκνο.
"Τι όμορφο πουλί!", σκέφτηκε. "Θα αξίζει πολλά αν το σκοτώσω και το πουλήσω στην αγορά. Το κρέας του σίγουρα θα είναι πολύ νόστιμο."
Δεν πρόλαβε να σημαδέψει τον κύκνο με το τόξο του και αυτός έβγαλε ανθρώπινη λαλιά και του είπε: "Μη με σκοτώσεις γιατί εγώ και το ταίρι μου είμαστε οι μόνοι κύκνοι στην λίμνη, και θα στενοχωρηθεί πολύ αν με χάσει."
Ο κυνηγός στην αρχή τα έχασε. Μετά από λίγο όμως τέντωσε το τόξο του και άφησε το βέλος να καρφωθεί πάνω στο δέρμα του κύκνου. Αφού το πανέμορφο πουλί ξεψύχησε, αυτός περιμάζεψε το νεκρό του κουφάρι και το έβαλε σε ένα σακί. Έπειτα πήγε στην πόλη, και το πούλησε για χίλια χρυσά φλουριά σε κάποιον πλούσιο, ο οποίος θα έκανε το τραπέζι στον βασιλιά.
Την επόμενη μέρα ο πλούσιος τον βρήκε και του είπε: "Η γυναίκα μου μαγείρεψε το πουλί που αγόρασα από εσένα και με αυτό κάναμε το τραπέζι στον βασιλιά. Δεν του είπα ότι είναι κύκνος, παρά μόνο αφού είχε φάει. Τότε αυτός μου είπε αν μπορέσεις να του πιάσεις και τον δεύτερο κύκνο και να του τον πας, θα σου δώσει μια πολύ μεγάλη αμοιβή. Αυτόν όμως τον θέλει ζωντανό."
Εκείνο το βράδυ ο κυνηγός έπεσε για ύπνο στο κρεβάτι του και σκεφτόταν όλο το βράδυ την πλούσια αμοιβή. Το βράδυ όμως στον ύπνο του είδε όνειρο, πως ο κύκνος που είχε σκοτώσει είχε γίνει άγγελος με φτερά, ο οποίος τον παρακαλούσε να μην πλησιάσει την αγαπημένη του. Το επόμενο πρωί όμως αυτός σηκώθηκε, πήρε το τόξο, το κοντάρι του και ένα δίχτυ και κίνησε για το δάσος. Εκεί βρήκε και τον δεύτερο κύκνο, ο οποίος ήταν πολύ λυπημένος. Αυτός μόλις αυτός τον είδε, του είπε:
"Σκότωσες το ταίρι μου και από τότε είμαι ολομόναχη. Τέτοια ζωή δεν την θέλω, προτιμάω να πεθάνω και να βρω τον αγαπημένο μου."
Ο κυνηγός τον άκουσε, αλλά αντί να τον σκοτώσει, τον αιχμαλώτισε με το δίχτυ. Έπειτα τον έβαλε σε ένα σακί και κίνησε για το παλάτι του βασιλιά. Σε όλη την πορεία όμως ο κύκνος έκανε φασαρία μέσα στο σακί, και με τα πολλά κατάφερε να το τρυπήσει με το ράμφος του. Τότε έκανε να πετάξει και να φύγει, όμως μόλις ο κυνηγός τον είδε τον χτύπησε με το κοντάρι για να τον τραυματίσει. Έπειτα τον έπιασε απ' τα φτερά και του τα μάδησε ώστε να μην ξαναπετάξει.
Φτάνοντας στο παλάτι, παρουσίασε το θήραμά του στον βασιλιά, και του είπε: "Σας έφερα τον τελευταίο κύκνο όπως ζητήσατε, βασιλιά μου, και ζητώ να μου δώσετε την αμοιβή μου". Την ώρα όμως που είπε την τελευταία λέξη ο τραυματισμένος κύκνος ξεψύχησε.
Τότε ο βασιλιάς του είπε: "Κάποτε στο βασίλειό μας κυριαρχούσε η αγάπη, και οι άνθρωποι μπορούσαν και μεταμορφώνονταν από αυτήν σε πουλιά. Αργότερα όμως οι καρδιές των ανθρώπων σκλήρυναν και η αγάπη χάθηκε. Οι κύκνοι λοιπόν που σκότωσες, που ήταν οι τελευταίοι στην λίμνη, δεν είναι παρά δυο νεαρά παιδιά που κάποτε από τον δυνατό τους έρωτα αποχωρίστηκαν τους άλλους ανθρώπους και μεταμορφώθηκαν σε πανέμορφα πουλιά. Θα πάρεις λοιπόν την αμοιβή που σου αξίζει, και αυτή δεν θα είναι άλλη από την φυλακή."