Ένας άντρας κάποτε καθόταν με την γυναίκα του κοντά στο τζάκι και έτρωγαν φρεσκοψημμένα λουκάνικα από μια μεγάλη πιατέλα. Μόλις είδε ότι ο γέρος πατέρας του πλησίαζε, πήρε την πιατέλα και την έκρυψε, γιατί δεν ήθελε να μοιραστεί τα λουκάνικα μαζί του. Ο γέρος ήπιε λίγο κρασί μαζί τους μπροστά στο τζάκι, και σε λίγο έφυγε, χωρίς να καταλάβει τίποτα.
Ο άντρας θέλησε να φέρει τα λουκάνικα στο τραπέζι. Άπλωσε το χέρι του και σήκωσε την πιατέλα, αλλά τα λουκάνικα σε αυτήν άρχισαν να αναπηδούν σαν ζωντανά. Άλλο τον σκαρφάλωσε και κάθισε στο κεφάλι του όπου αναπηδούσε, άλλο τον χτυπούσε δυνατά στην κοιλιά, ένα τρίτο του έριχνε σφαλιάρες πότε στο ένα μάγουλο και πότε στο άλλο, ενώ το τελευταίο, μόλις αυτός σηκώθηκε από την καρέκλα, άρχισε να τον χτυπάει δυνατά στον πισινό. Αυτός πήρε τέτοιον φόβο που άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και άρχισε να τρέχει στους δρόμους, αλλά τα λουκάνικα τον πήραν ξωπίσω και συνέχισαν να τον χτυπούν στον πισινό, ώσπου όλοι οι γείτονες βγήκαν στα μπαλκόνια και ξέσπασαν σε γέλια και έγινε μεγάλο θέμα στο χωριό.
Και δεν σταμάτησαν να τον κυνηγούν, παρά μόνο όταν βρέθηκε μπροστά του ο πατέρας του και, αφού παραδέχθηκε το λάθος του, του ζήτησε συγνώμη.