Κάποτε ζούσε ένας πρίγκιπας ο οποίος είχε μια καρδιά μαύρη σαν πίσσα. Το μυαλό του, η κάθε του σκέψη, περιστρέφονταν γύρω από το πως θα κατακτούσε όλες τις χώρες του κόσμου, και στο πως θα υποτάξει τους λαούς με τον φόβο. Κατέστρεφε χωριά ολόκληρα με την φωτιά και το σπαθί, έπειτα έστελνε τους στρατιώτες του να κάψουν τα σπαρτά των χωρικών και να τους πάρουν σκλάβους. Απ' όπου περνούσε ο στρατός του, σηκώνονταν τεράστιες φλόγες απ' τα σπίτια οι οποίες έφταναν μέχρι τα ουράνια.
Βασίλεια ολόκληρα γονάτιζαν μπροστά του. Αυτός θεωρούσε ότι, εφόσον δεν μπορούσε τίποτα να του αντισταθεί, είχε το δίκαιο με το μέρος του να συνεχίσει ώσπου όλη η Οικουμένη να του υποταχτεί. Στο βασίλειό του είχε μαζέψει τεράστιο πλούτο από λεηλασίες, τον οποίο είχε διαθέσει στο να χτίσει πανέμορφα παλάτια, εκκλησίες και κάστρα. Δύσκολο να υποψιαστεί κανείς, αντικρύζοντάς τα, πόσο πόνο και πόση καταστροφή έκρυβε όλος αυτός ο πλούτος.
Μια μέρα ο πρίγκιπας κοίταξε το χρυσό που είχε μαζέψει και τα μεγαλοπρεπή του παλάτια, και σκέφτηκε: "Είμαι πολύ ισχυρός, αλλά μπορώ να έχω ακόμη πολλά πολλά περισσότερα. Καμία δύναμη επί γης δεν θα πρέπει να μπορεί να συγκριθεί με την δική μου, πόσο μάλλον να την ξεπεράσει."
Πολέμησε σκληρά όλους τους γείτονές του, και τους νίκησε. Υπέταξε βασιλιάδες με το σπαθί, έπειτα τους αλυσόδεσε και τους οδήγησε μπροστά στο θρόνο του και τους ζήτησε να γονατίσουν. Ζήτησε να του κάνουν μεγάλα αγάλματα σε όλες τις πλατείες και στα παλάτια του. Επιπλέον θέλησε το άγαλμά του να μπει και στις εκκλησίες και τα παρεκκλήσια, αλλά ο Επίσκοπος του το αρνήθηκε: "Πρίγκιπά μου, είσαι όντως ισχυρός, αλλά η δύναμη του Θεού είναι πολύ μεγαλύτερη από την δική σου."
"Λοιπόν", είπε ο πρίγκιπας, "τότε θα πρέπει να κατακτήσω και το βασίλειο του Θεού". Τότε ζήτησε να του κατασκευάσουν ένα μεγαλοπρεπές καράβι, το οποίο θα μπορούσε να πετάξει μέχρι τα ουράνια και να φτάσει στο Θεό. Για σαράντα ολόκληρες μέρες δούλεψαν ξυλουργοί, τεχνίτες και μηχανικοί για να το ετοιμάσουν. Του τοποθέτησαν κανόνια, αλλά και χρυσά πόμολα στις πόρτες και χρυσές καρέκλες για να κάθονται οι στρατιώτες. Μέσα του έβαλαν λογής λογής πολύτιμα αντικείμενα, σκεύη αλλά και έργα τέχνης.
Όταν αυτός το επισκέφτηκε, μαγεύτηκε πολύ από την ομορφιά του, αλλά απόρησε πως είναι δυνατόν ένα καράβι τόσο βαρύ να πετάξει. Οι μηχανικοί τότε έδεσαν στην πλώρη του ένα μεγάλο σμήνος από γεράκια. Αφού ο πρίγκιπας ανέβηκε στο κατάστρωμα μαζί με τον στρατό του, τα γεράκια άρχισαν να κουνούν τα φτερά τους για να το σηκώσουν στον αέρα. Μάταια όμως, αφού το βάρος του πλοίου ήταν μεγάλο, και ίσα που κατάφεραν να το σηκώσουν μισό μέτρο.
Ο πρίγκιπας τότε τους διέταξε να κατεβάσουν τα σιδερένια κανόνια και να βάλουν αετούς αντί για γεράκια. Οι μηχανικοί τον υπάκουσαν, αδειάζοντας το πλοίο από οτιδήποτε βαρύ. Όμως, μόλις έδωσαν το σύνθημα στους αετούς, αυτοί ίσα που κατάφεραν να το σηκώσουν ένα μέτρο από το έδαφος. Ο πρίγκιπας δυσκολεύτηκε πολύ να πειστεί ότι όλα αυτά τα πολύτιμα σκεύη και οι θησαυροί που είχε φορτώσει το πλοίο θα το έκαναν δύσκολο να σηκωθεί από το έδαφος. Μετά από πολλές ακόμη απελπισμένες προσπάθειες, το πήρε απόφαση: ζήτησε από τους τεχνίτες να απογυμνώσουν το πλοίο από οτιδήποτε περιττό.
Αυτοί για ακόμη μια φορά τον υπάκουσαν, αλλά σκέφτηκαν, εφόσον οι αετοί και τα γεράκια είχαν αποτύχει, να δοκιμάσουν να δέσουν πολύχρωμα μπαλόνια φουσκωμένα με ήλιο. Ο πρίγκιπας, για να σιγουρευτεί ότι και αυτή η φορά δεν θα ήταν αποτυχημένη, έβγαλε την πανοπλία του και πήρε μαζί του μόνο το σπαθί, με το οποίο θα κατακτούσε το βασίλειο του Θεού. Ζήτησε μάλιστα να είναι μόνος του στο πλοίο και διέταξε όλους τους στρατιώτες να κατεβούν. Αυτή την φορά όμως το κόλπο δούλεψε: μόλις οι τεχνίτες έδεσαν το τελευταίο μπαλόνι, το άδειο πλοίο, το οποίο πλέον είχε απαλλαχθεί από όλα τα χρυσάφια και τα πολύτιμα σκεύη που το είχε φορτώσει πιο πριν ο πρίγκιπας, πέταξε τόσο ψηλά που χάθηκε από προσώπου γης.
Καθώς το πλοίο ανέβαινε στα ουράνια, ο πρίγκιπας άρχισε να κοιτάει κάτω και να παρατηρεί. Στην αρχή μπορούσε να απαριθμήσει ένα - ένα τα κάστρα του, τα οποία όσο απομακρύνονταν στα ουράνια του φαίνονταν όλο και πιο μικρά και ασήμαντα. Έπειτα τα βασίλεια που είχε κατακτήσει με το σπαθί, ώσπου και αυτά άρχισαν να του φαίνονται τιποτένια και λιλιπούτεια. Τέλος, τις θάλασσες και τους ωκεανούς, μπροστά στο μέγεθος των οποίων έμεινε άφωνος.
Συνειδητοποιώντας πόσο μικρά και ασήμαντα έμοιαζαν όλα αυτά μπροστά στα μάτια του, ξέσπασε σε κλάματα. Μόνο που στο καράβι δεν υπήρχε κανείς να τον ακούσει και να τον παρηγορήσει. Τότε παρουσιάστηκε μπροστά του ένας Άγγελος, ο οποίος του είπε: "Ένα πράγμα ακόμα μένει για να κατακτήσεις το βασίλειο του Θεού. Το σπαθί σου."
Τότε αυτός συγκλονισμένος πέταξε το σπαθί του από το πλοίο, ώσπου αυτό έπεσε με μεγάλη ορμή και καρφώθηκε στο έδαφος. Μόλις οι χωρικοί το είδαν, κατάλαβαν ότι ο κακός πρίγκιπας είχε πολεμήσει με το Θεό και είχε ηττηθεί. Χάρηκαν τόσο που σε όλη τη γη στήθηκαν μεγάλα πανηγύρια.
Και ο πρίγκιπας; Εφόσον έφτασε στο βασίλειο του Θεού χωρίς πανοπλία, χωρίς σπαθί, και χωρίς όλα αυτά τα πλούτη που τον βάραιναν στην ζωή, σκέφτηκε να μείνει εκεί αιώνια ως υπηρέτης και δεν ξανακοίταξε ποτέ του στη γη.