Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας χωριάτης ο οποίος πήγε την αγελάδα του στην αγορά, και την πούλησε για εφτά χρυσά νομίσματα. Στον δρόμο και καθώς περνούσε από έναν βάλτο, έβγαλε τα φλουριά να τα μετρήσει, και καθώς τα μετρούσε ένα-ένα φώναζε δυνατά τον αριθμό «ένα-δυο-τρια-τέσσερα-πέντε-έξι-επτά». Τότε τα βατράχια από τον βάλτο μαζεύτηκαν γύρω του και άρχισαν να φωνάζουν κι αυτά δυνατά «κουαξ, κουαξ, κουαξ».
Τότε ο χωριάτης νευρίασε, αφού θεώρησε πως τα βατράχια δεν ήξεραν να μετρούν, και τους φώναξε: «επτά σας είπα ότι είναι τα φλουριά. Ορίστε, μετρήστε τα». Και τότε άφησε τα φλουριά μπροστά στα βατράχια, στα ρηχά νερά του βάλτου, αλλά αυτά συνέχισαν «κουαξ, κουαξ, κουαξ», χωρίς να αλλάζουν καθόλου τον ρυθμό τους. Ο χωριάτης νευρίασε, και άρχισε να τους τα μετράει πάλι ένα - ένα, αλλά τα βατράχια πάλι συνέχιζαν να κοάζουν. «Επτά σας λέω είναι τα φλουριά! Επτά!"
Οργίστηκε τόσο, που πάνω στα νεύρα του παραπάτησε και έπεσε μέσα στο βάλτο. Τα φλουριά έφυγαν απ' τα χέρια του και χάθηκαν στον βυθό. Και τα βατράχια συνέχισαν «κουαξ, κουαξ, κουααααξ».
Λίγες μέρες αργότερα, και αφού ο χωριάτης τα έβαλε κάτω και τα ζύγισε, αποφάσισε να σφάξει την άλλη του αγελάδα, αφού όπως υπολόγισε, τα χρήματα που θα έπαιρνε πουλώντας το κρέας θα έφταναν για να αγοράσει δυο καινούριες αγελάδες. Έτσι και έγινε. Μάζεψε το κρέας σε σακούλες, τόσο που λέρωσε τα ρούχα του με αυτό, και στην αγορά, όπου το πούλησε και πήρε δεκατέσσερα φλουριά αυτή τη φορά.
Όμως στον δρόμο, και καθώς μετρούσε πάλι τα φλουριά, τον βρήκε μια αγέλη σκύλων, η οποία τον πήρε ξωπίσω αφού τα ρούχα του μύριζαν ακόμη κρέας. Αυτός μόλις είδε τα σκυλιά έτρεξε πιο γρήγορα, όμως αυτά τον ακολούθησαν και άρχισαν να γαβγίζουν: «γαβ, γαβ, γαβ». Ο χωριάτης πάλι νόμισε ότι τα σκυλιά είχαν βάλει στο μάτι τα φλουριά του. Αφού λοιπόν είδε ότι δεν τους ξεφεύγει και αυτά γάβγιζαν όλο και πιο δυνατά, γύρισε στο πιο μεγαλόσωμο από αυτά και είπε: «Θα σας δώσω λίγα φλουριά, αρκεί να με αφήσετε να φύγω».
Τότε έβγαλε μερικά από τα φλουριά από την τσέπη του και τα άφησε μπροστά τους. Τα σκυλιά όμως συνέχισαν να γαβγίζουν «γαβ, γαβ, γαβ» χωρίς να αλλάζουν καθόλου τον ρυθμό τους. Ο χωρικός πάλι, αφού είδε πως δεν σταματούσαν, είπε να το βάλει στα πόδια. Τα σκυλιά άρχισαν κι αυτά να τρέχουν ξωπίσω του και να του δαγκώνουν το παντελόνι, ώσπου το έκαναν χίλια κομμάτια και τα τελευταία φλουριά που είχε στις τσέπες του έπεσαν κάτω. Έφτασε στο σπίτι του χωρίς παντελόνι και χωρίς καθόλου φλουριά.
Τότε ο χωρικός σκέφτηκε: «δεν μου έμεινε ούτε μια αγελάδα, αλλά ούτε και φλουριά για να αγοράσω καινούρια. Ας πάω στον βασιλιά να παραπονεθώ για να πάρω αυτό που μου ανήκει». Και έτσι πήγε στον βασιλιά, στον οποίο είπε επακριβώς την περιπέτειά του. Ο βασιλιάς τότε του είπε:
«Δεν σου χρειάζονται φλουριά για αποζημείωση, αλλά το να μάθεις τις γλώσσες των ζώων.»
«Μα πως θα γίνει βασιλιά μου να μάθω τις γλώσσες των ζώων, αφού το καθένα μιλάει διαφορετική γλώσσα από το άλλο;», τον ρώτησε πίσω ο χωρικός.
«Θα σου φέρω δάσκαλο, ο οποίος θα σε μάθει κορακίστικα. Αν τα μάθεις, θα μπορείς να καταλαβαίνεις όλες τις γλώσσες.»
Έτσι και έγινε. Ο βασιλιάς του έφερε δάσκαλο, ο οποίος του έμαθε να μιλάει άπταιστα τη νέα ξένη γλώσσα. Ο χωριάτης όμως, που ήθελε πίσω τα φλουριά του, σκέφτηκε πως αφού πλέον ήξερε κορακίστικα, θα μπορούσε να πει το πρόβλημά του στα κοράκια. Έτσι πλησίασε το δέντρο στο οποίο ήταν καθισμένα, και άρχισε να τους εξηγεί το πρόβλημά του.
Αυτά τότε του έκαναν νόημα να τα ακολουθήσει, και τον καθοδήγησαν μέσα από το κοντινό δάσος, σε ένα ξέφωτο στο οποίο στο έδαφος υπήρχε χαραγμένο ένα μεγάλο "Χ". Αυτός πήρε ένα φτυάρι και άρχισε να σκάβει. Έσκαψε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, και τα κοράκια τον κοιτούσαν από ψηλά. Όταν τελικά έφτασε στον πάτο, βρήκε ένα μικρό σεντούκι γεμάτο μέχρι πάνω με χρυσά φλουριά, πολύ περισσότερα απ' όσα θα του έδινε ο βασιλιάς ως αποζημίωση.