Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ήταν ένας γέρος έμπορος, ο οποίος είχε τρεις γιους. Ο πρώτος του γιος φημίζονταν για το θάρρος του, ο δεύτερος για την δύναμή του και ο τρίτος για την πονηράδα του."Λιοντάρια μου", αποκαλούσε ο πατέρας τον πρώτο και τον δεύτερο γιο, αλλά για τον τρίτο γιο που ήταν πονηρός δεν είχε καλά λόγια να πει. Μια μέρα, ο πρώτος γιος πήγε στον πατέρα του, και του είπε: "Πατέρα θέλω να ταξιδέψω για να δω τον κόσμο. Θέλω να με αφήσεις."
Και έτσι ο πατέρας διέταξε να του δώσουν ένα πανέμορφο πλοίο. Αυτός ξεκίνησε το ταξίδι, και μετά από μερικές εβδομάδες έφτασε στο λιμάνι μιας μεγάλης πόλης. Στην είσοδο είδε μια πινακίδα που έγραφε πως όποιος βρει την κόρη του βασιλιά μέσα σε οχτώ μέρες, θα μπορούσε να την πάρει για γυναίκα του. Αν όμως αποτύγχανε, θα έχανε το κεφάλι του.
"Λοιπόν", σκέφτηκε ο γιος, "αφού είμαι ο πιο τολμηρός από τα αδέλφια μου, δεν θα είναι δύσκολο για μένα".Τότε ζήτησε να δει τον βασιλιά, και του ανακοίνωσε πως θα ήθελε να ψάξει για την πριγκήπισσα.
"Μόνο ένα πραγματικό λιοντάρι μπορεί να βρει την κόρη μου", του είπε ο βασιλιάς, και συνέχισε: "Για να την βρεις θα πρέπει να ψάξεις στο μπουντρούμι, αλλά θυμήσου πως αν σε οχτώ μέρες δεν την έχεις βρει, θα σου κοστίσει το κεφάλι σου. "
Δεν πρόλαβε ο βασιλιάς να ολοκληρώσει την φράση, και ο πρώτος γιος κατέβηκε τις σκάλες για το μπουντρούμι του παλατιού. Το έκανε φύλλο και φτερό, ψάχνοντας σε κάθε γωνία και σε κάθε διάδρομο, αλλά δεν την έβρισκε πουθενά. Αντ' αυτού βρήκε πολλές κλειδωμένες πόρτες, και το κλειδί γι' αυτές πουθενά. Αφού πέρασαν οι οχτώ μέρες, οι στρατιώτες του βασιλιά τον βρήκαν στο μπουντρούμι και του πήραν το κεφάλι.
Όλον αυτό τον καιρό, ο πατέρας και οι δυο αδελφοί του δεν είχαν το παραμικρό νέο του, και άρχισαν να ανησυχούν. Κάποια μέρα ο δεύτερος γιος, που ήταν ο πιο δυνατός, πήγε στον πατέρα του και του είπε:"Πατέρα, δως μου ένα μεγάλο καράβι και λεφτά, για να ψάξω να βρω τον μεγαλύτερο αδελφό μου".
Και έτσι ο πατέρας του έδωσε κι αυτού ένα καράβι, το οποίο ταξίδεψε μακριά. Κάποια στιγμή άρχισε να φυσάει δυνατός άνεμος, ο οποίος έσπρωξε το καράβι στο ίδιο λιμάνι που είχε πλεύσει ο αδελφός του πριν λίγες μέρες. Μόλις έριξε άγκυρα, ο γιος κατέβηκε στο λιμάνι και αντίκρισε την ίδια πινακίδα, και σκέφτηκε πως ο αδελφός του έχασε το κεφάλι του ψάχνοντας για την πριγκίπισσα. Τότε σκέφτηκε στον εαυτό του: "ο αδελφός μου είχε θάρρος, αλλά εγώ είμαι πιο δυνατός και θα τα καταφέρω καλύτερα απ' αυτόν". Και έτσι παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά, ο οποίος του είπε:
"Μπορεί να είσαι δυνατός, αλλά μόνο ένα πραγματικό λιοντάρι μπορεί να βρει την κόρη μου", και συνέχισε:"έχεις οχτώ μέρες για να την βρεις στο μπουντρούμι, αλλιώς θα χάσεις το κεφάλι σου".
Δεν πρόλαβε για ακόμη μια φορά να ολοκληρώσει την φράση και ο γιος κατέβηκε τις σκάλες για το μπουντρούμι και άρχισε να ψάχνει. Έψαξε παντού, σε κάθε γωνία και σε κάθε κρυφό δωμάτιο, χωρίς να μπορέσει να την βρει, παρά μόνο έβρισκε πόρτες κλειδωμένες μπροστά του και το κλειδί για αυτές πουθενά. Οχτώ μέρες αργότερα, οι στρατιώτες του βασιλιά κατέβηκαν στο μπουντρούμι και του πήραν το κεφάλι.
Και έτσι έμεινε μόνο ο νεότερος γιος ζωντανός, ο πιο πονηρός. Πήγε στον πατέρα του και του ζήτησε καράβι ώστε να πάει να βρει τα αδέλφια του. Αυτός του το έδωσε. Μέρες ολόκληρες αργότερα, και αφού το καράβι διέσχισε τη θάλασσα, έφτασε στο ίδιο λιμάνι με τους δυο αδελφούς. Όταν αντίκρισε την επιγραφή σκέφτηκε: "Τα αδέλφια μου σίγουρα θα έχασαν το κεφάλι τους για να βρουν την πριγκίπισσα. Εγώ όμως που είμαι ο πιο πονηρός, θα τα καταφέρω".
Έτσι παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά, ο οποίος μόλις τον είδε πήγε να βάλει τα γέλια, αφού τίποτα πάνω του δεν θύμιζε λιοντάρι. Του είπε: "Για να βρει κανείς την κόρη μου θα πρέπει να είναι δυνατός και θαρραλέος σαν το λιοντάρι", και συνέχισε: "αν πιστεύεις ότι μπορείς, δεν έχεις παρά να δοκιμάσεις, αλλά να ξέρεις ότι αν δεν την έχεις βρει σε οχτώ μέρες, θα χάσεις το κεφάλι σου".
Ο μικρός γιος παραξενεύτηκε μόλις άκουσε τα λόγια του βασιλιά, και σκέφτηκε: "εγώ δεν μοιάζω με λιοντάρι, όπως τα αδέλφια μου. Αν αυτοί απέτυχαν, καλύτερα να μην κατέβω στο μπουντρούμι". Και έτσι έφυγε από το παλάτι.
Αλλά τις μέρες που ακολούθησαν δεν μπορούσε να ηρεμήσει, και σκεφτόταν συνεχώς πως θα μπορούσε να βρει την πριγκίπισσα και να κερδίσει την καρδιά της. Όποιον ρωτούσε στους δρόμους, του έλεγε πως ήταν πολλοί αυτοί που είχαν κατεβεί στο μπουντρούμι και είχαν χάσει το κεφάλι τους, μα κανέναν δεν είχαν δει να επιστρέφει.
Τότε σκέφτηκε το εξής τέχνασμα: ζήτησε από έναν τεχνίτη να του φτιάξει ένα χρυσό λιοντάρι με κρυστάλλινα μάτια, μέσα στο οποίο να χωράει να μπει ολόκληρος. Αφού ο τεχνίτης το ολοκλήρωσε, αυτός μπήκε μέσα, και ζήτησε από τους υπηρέτες του να το παρουσιάσουν στον βασιλιά ως δώρο για την πριγκίπισσα.
Ο βασιλιάς τόσο εντυπωσιάστηκε που το πήγε ο ίδιος στην κόρη του, μέσα από το μπουντρούμι. Σε όλη την διάρκεια της διαδρομής, ο πονηρός γιος κοιτούσε μέσα από τα κρυστάλλινα μάτια ώστε να συγκρατήσει ακριβώς από που έπρεπε να πάει για να φτάσει στην κόρη. Αυτό που είδε όμως τον παραξένεψε: ο βασιλιάς είχε οχτώ χρυσά κλειδιά, που άνοιγαν οχτώ διαφορετικές πόρτες, απ' τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να περάσει χωρίς αυτά. Όταν ο βασιλιάς παρουσίασε το χρυσό λιοντάρι στην κόρη, αυτή εντυπωσιάστηκε, και ζήτησε να το τοποθετήσει στην μέση του δωματίου.
Μόλις έφυγε, ο νέος μίλησε στην κόρη μέσα απ' το λιοντάρι, και της είπε: "Καλή μου πριγκίπισσα, να ήξερες μόνο πόσα έχω περάσει για να σε βρώ." Η πριγκίπισσα τρόμαξε, αφού πίστεψε πως της μιλούσε το λιοντάρι, αλλά αυτός συνέχισε: "γιατί δεν είμαι λιοντάρι, αλλά ένας νέος με καρδιά λιονταριού. Σκέφτηκα αυτό το τέχνασμα για να σε βρω μέσα απ' το μπουντρούμι, και να σε ζητήσω για γυναίκα μου".
"Ωραία", του είπε η κόρη, "αλλά για να με πάρεις για γυναίκα σου, θα πρέπει να με ζητήσεις απ' τον πατέρα μου, ο οποίος θα σου πει να με βρεις μέσα στο μπουντρούμι".
"Δεν υπάρχει πρόβλημα πριγκίπισσα μου", της απάντησε, "αλλά παρατήρησα ότι για να φτάσει κανείς στο δωμάτιό σου μέσα απ'το μπουντρούμι χρειάζεται οχτώ διαφορετικά κλειδιά για να ανοίξει τις πόρτες των δωματίων".
"Θα σου δώσω εγώ τα κλειδιά", του απάντησε η πριγκίπισσα, και του τα έδωσε.
Αυτός την αμέσως επόμενη μέρα παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά, και του είπε πως ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την πρόκληση. Ο βασιλιάς γέλασε δυνατά, αφού θυμόταν πως τον είχε ξαναεπισκεφτεί αλλά τελευταία στιγμή φοβήθηκε. Μετά από λίγο όμως συμφώνησε, και τον οδήγησε στο μπουντρούμι. "Ελπίζω αυτή τη φορά να αποδειχθείς λιοντάρι", του είπε.
Ο πονηρός νέος ακολούθησε ακριβώς την ίδια διαδρομή που είχε ακολουθήσει προηγουμένως ο βασιλιάς, χρησιμοποιώντας τα οχτώ διαφορετικά κλειδιά στις πόρτες. Στο τέλος της διαδρομής, αντίκρισε την καλή πριγκίπισσα, η οποία τον υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά.
Μετά από λίγο, επέστρεψαν στην επιφάνεια όπου παρουσιάστηκαν και οι δυο μαζί μπροστά στον βασιλιά. Αυτός ντράπηκε και οργίστηκε, αφού πίστεψε πως αφού κανένας δεν μπόρεσε ως τώρα να βρει τον δρόμο του μέσα στο μπουντρούμι, δεν θα το κατάφερνε ούτε αυτός ο νέος.
Ο νέος, αφού υποκλίθηκε μπροστά στον βασιλιά, ζήτησε το χέρι της κόρης του. Αυτός δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμφωνήσει. Και έτσι οι δυο τους παντρεύτηκαν με τις ευλογίες του βασιλιά, και έζησαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα.