Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς ο οποίος είχε στο βασίλειό του πολλά πλούτη αλλά και μια πανέμορφη κόρη. Καθώς μεγάλωνε η κόρη, πλήθος αυλικών ερχόντουσαν για να την διεκδικήσουν. Ο βασιλιάς όμως είχε προβληματιστεί πολύ, γιατί από την μια δεν ήθελε να δώσει την όμορφη κόρη του σε όποιον και όποιον, από την άλλη φοβόνταν πως θα μπορούσε κάποιος να την ήθελε για τα πλούτη και μόνο. Όλον αυτό τον καιρό οι αυλικοί τραγουδούσαν κάτω από το παράθυρο της κόρης και την ακολουθούσαν στις βόλτες της στον κήπο, προσπαθώντας να την προσεγγίσουν.
Τότε λοιπόν ο βασιλιάς σκέφτηκε το εξής κόλπο: έβαλε να του χτίσουν ένα μεγάλο κάστρο, και έκλεισε εκεί την κόρη του ώστε να μην μπορεί να την βλέπει και να την πλησιάζει κανένας. Εκεί έστειλε και άλλες δώδεκα κοπέλες να της κάνουν συντροφιά, μαζί και υπηρετικό προσωπικό να την προσέχει. Στους φρουρούς έδωσε αυστηρή εντολή να μην μπορέσει κανένας από τον έξω κόσμο να την δει και να της μιλήσει. Έβαλε περιπολίες και στρατιώτες σε όλα τα σημεία, και σιγούρεψε πως δεν θα μπορούσε κανείς να μπει στο Κάστρο ή να πλησιάσει τα παράθυρα χωρίς να έχει πάρει πρώτα άδεια από τον ίδιο.
"Θα πρέπει λοιπόν να βρεθεί κάποιος πραγματικά άξιος για να πάρει την κόρη μου", σκέφτηκε, και έπειτα έδωσε εντολή να σταλεί μήνυμα σε όλο το βασίλειο πως για να μπορέσει κανείς να πλησιάσει την κόρη του, θα έπρεπε να βρει τρόπο να μπει στο κάστρο.
Τότε βρέθηκε ένας πανούργος αυλικός, ο οποίος είχε ακούσει για την χάρη της κόρης και την είχε δει παλιότερα να κάνει την βόλτα της στους βασιλικούς κήπους. Αυτός ντύθηκε λοιπόν πρόβατο, αλλά με χρυσή προβιά, που θύμιζε το χρυσόμαλλο δέρας της μυθολογίας, και είπε στον βοσκό πατέρα του να τον φορτώσει σε μια άμαξα και να τον πάει στον βασιλιά.
Το τέχνασμα έπιασε. Ο βοσκός παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά και του είπε: "Για σένα βασιλιά μου, έφερα ένα κοπάδι πρόβατα. Για την κόρη σου όμως, έφερα ένα πρόβατο με χρυσή προβιά".
Τότε ο βασιλιάς πήγε με το πρόβατο στο Κάστρο, και αφού πέρασε μέσα από πολλά δωμάτια, έφτασε σε ένα με μια μεγάλη κλειδωνιά στην πόρτα. Αφού ξεκλείδωσε, πέρασε μέσα από πολλά ακόμη δωμάτια και διαδρόμους, ώσπου έφτασε στο δωμάτιο που ζούσε η κόρη του, το οποίο ήταν όλο στολισμένο με ασήμι.
Ο βασιλιάς αγκάλιασε την πριγκίπισσα, και της έδωσε το πρόβατο. Αυτή χάρηκε, το χάιδεψε και άρχισε να παίζει μαζί του. Αφού ο βασιλιάς τους άφησε, ο αυλικός πέταξε από πάνω του την προβιά, και παρουσιάστηκε στην πριγκίπισσα, η οποία τον ερωτεύτηκε μόλις είδε πόσο όμορφος ήταν, και τον ρώτησε: "Γιατί ήρθες μεταμφιεσμένος με προβιά;"
Τότε αυτός απάντησε: "Είδα πόσοι άνθρωποι σε ήθελαν, και προσπάθησαν πολύ να σε βρουν χωρίς να το καταφέρουν, και σκέφτηκα αυτό το τέχνασμα για να έρθω κοντά σου".
Τότε η πριγκίπισσα απάντησε: "Τα κατάφερες, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι δεν κέρδισες ακόμα, γιατί ο πατέρας μου που είναι μάγος θα μετατρέψει εμένα και τις άλλες δώδεκα κόρες σε λουλούδια. Και τότε θα πρέπει να με αναγνωρίσεις για να με έχεις".
Πέρασαν μαζί τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Στο τέλος της τρίτης νύχτας, εμφανίστηκε ο βασιλιάς. Ο αυλικός του είπε:
"Βασιλιά μου, είμαι εδώ γιατί θέλω να παντρευτώ την κόρη σου".
Και ο βασιλιάς του απάντησε: "Νέε μου, θα έχεις την κόρη μου, αν την βρεις ποια είναι, μόλις την μετατρέψω αυτή και τις άλλες κόρες σε λουλούδια. Αν όμως αποτύχεις, θα χάσεις το κεφάλι σου."
Τότε ο αυλικός απάντησε: "Το δέχομαι βασιλιά μου, θα την βρω ή θα χάσω το κεφάλι μου. Θα ήθελα όμως, να περάσω το βράδυ εδώ και να έρθεις να την πάρεις το πρωί τελευταία."
Ο βασιλιάς δέχτηκε. Καθώς περνούσαν οι ώρες το βράδυ, μάζευε μια - μια τις κόρες, και τις μεταμόρφωνε σε λογής λογής πανέμορφα λουλούδια: χρυσάνθεμα, γιασεμιά, κυκλάμινα και ανεμώνες, τα οποία τοποθετούσε στα παράθυρα του παλατιού. Νωρίς τα χαράματα πήρε τη κόρη και την μεταμόρφωσε σε ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο, το οποίο τοποθέτησε δίπλα από τα άλλα λουλούδια.
Όταν ήρθε η ώρα, ο αυλικός διάλεξε το τριαντάφυλλο, το πλησίασε στη μύτη του και ρούφηξε δυνατά το άρωμά του. Και τότε ο βασιλιάς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να δώσει επιτέλους την κόρη του στον αυλικό. Από τότε έζησαν αυτοί μαζί με μεγάλη χαρά και ευτυχία.
Και πως ήξερε ο αυλικός ποιο ακριβώς ήταν το λουλούδι στο οποίο είχε μετατραπεί η κόρη; Αφού ήταν η τελευταία που μεταμορφώθηκε σε λουλούδι νωρίς το πρωί, δεν είχε προλάβει ακόμη να καθίσει η δροσιά πάνω της.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς ο οποίος είχε στο βασίλειό του πολλά πλούτη αλλά και μια πανέμορφη κόρη. Καθώς μεγάλωνε η κόρη, πλήθος αυλικών ερχόντουσαν για να την διεκδικήσουν. Ο βασιλιάς όμως είχε προβληματιστεί πολύ, γιατί από την μια δεν ήθελε να δώσει την όμορφη κόρη του σε όποιον και όποιον, από την άλλη φοβόνταν πως θα μπορούσε κάποιος να την ήθελε για τα πλούτη και μόνο. Όλον αυτό τον καιρό οι αυλικοί τραγουδούσαν κάτω από το παράθυρο της κόρης και την ακολουθούσαν στις βόλτες της στον κήπο, προσπαθώντας να την προσεγγίσουν.
Τότε λοιπόν ο βασιλιάς σκέφτηκε το εξής κόλπο: έβαλε να του χτίσουν ένα μεγάλο κάστρο, και έκλεισε εκεί την κόρη του ώστε να μην μπορεί να την βλέπει και να την πλησιάζει κανένας. Εκεί έστειλε και άλλες δώδεκα κοπέλες να της κάνουν συντροφιά, μαζί και υπηρετικό προσωπικό να την προσέχει. Στους φρουρούς έδωσε αυστηρή εντολή να μην μπορέσει κανένας από τον έξω κόσμο να την δει και να της μιλήσει. Έβαλε περιπολίες και στρατιώτες σε όλα τα σημεία, και σιγούρεψε πως δεν θα μπορούσε κανείς να μπει στο Κάστρο ή να πλησιάσει τα παράθυρα χωρίς να έχει πάρει πρώτα άδεια από τον ίδιο.
"Θα πρέπει λοιπόν να βρεθεί κάποιος πραγματικά άξιος για να πάρει την κόρη μου", σκέφτηκε, και έπειτα έδωσε εντολή να σταλεί μήνυμα σε όλο το βασίλειο πως για να μπορέσει κανείς να πλησιάσει την κόρη του, θα έπρεπε να βρει τρόπο να μπει στο κάστρο.
Τότε βρέθηκε ένας πανούργος αυλικός, ο οποίος είχε ακούσει για την χάρη της κόρης και την είχε δει παλιότερα να κάνει την βόλτα της στους βασιλικούς κήπους. Αυτός ντύθηκε λοιπόν πρόβατο, αλλά με χρυσή προβιά, που θύμιζε το χρυσόμαλλο δέρας της μυθολογίας, και είπε στον βοσκό πατέρα του να τον φορτώσει σε μια άμαξα και να τον πάει στον βασιλιά.
Το τέχνασμα έπιασε. Ο βοσκός παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά και του είπε: "Για σένα βασιλιά μου, έφερα ένα κοπάδι πρόβατα. Για την κόρη σου όμως, έφερα ένα πρόβατο με χρυσή προβιά".
Τότε ο βασιλιάς πήγε με το πρόβατο στο Κάστρο, και αφού πέρασε μέσα από πολλά δωμάτια, έφτασε σε ένα με μια μεγάλη κλειδωνιά στην πόρτα. Αφού ξεκλείδωσε, πέρασε μέσα από πολλά ακόμη δωμάτια και διαδρόμους, ώσπου έφτασε στο δωμάτιο που ζούσε η κόρη του, το οποίο ήταν όλο στολισμένο με ασήμι.
Ο βασιλιάς αγκάλιασε την πριγκίπισσα, και της έδωσε το πρόβατο. Αυτή χάρηκε, το χάιδεψε και άρχισε να παίζει μαζί του. Αφού ο βασιλιάς τους άφησε, ο αυλικός πέταξε από πάνω του την προβιά, και παρουσιάστηκε στην πριγκίπισσα, η οποία τον ερωτεύτηκε μόλις είδε πόσο όμορφος ήταν, και τον ρώτησε: "Γιατί ήρθες μεταμφιεσμένος με προβιά;"
Τότε αυτός απάντησε: "Είδα πόσοι άνθρωποι σε ήθελαν, και προσπάθησαν πολύ να σε βρουν χωρίς να το καταφέρουν, και σκέφτηκα αυτό το τέχνασμα για να έρθω κοντά σου".
Τότε η πριγκίπισσα απάντησε: "Τα κατάφερες, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι δεν κέρδισες ακόμα, γιατί ο πατέρας μου που είναι μάγος θα μετατρέψει εμένα και τις άλλες δώδεκα κόρες σε λουλούδια. Και τότε θα πρέπει να με αναγνωρίσεις για να με έχεις".
Πέρασαν μαζί τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Στο τέλος της τρίτης νύχτας, εμφανίστηκε ο βασιλιάς. Ο αυλικός του είπε:
"Βασιλιά μου, είμαι εδώ γιατί θέλω να παντρευτώ την κόρη σου".
Και ο βασιλιάς του απάντησε: "Νέε μου, θα έχεις την κόρη μου, αν την βρεις ποια είναι, μόλις την μετατρέψω αυτή και τις άλλες κόρες σε λουλούδια. Αν όμως αποτύχεις, θα χάσεις το κεφάλι σου."
Τότε ο αυλικός απάντησε: "Το δέχομαι βασιλιά μου, θα την βρω ή θα χάσω το κεφάλι μου. Θα ήθελα όμως, να περάσω το βράδυ εδώ και να έρθεις να την πάρεις το πρωί τελευταία."
Ο βασιλιάς δέχτηκε. Καθώς περνούσαν οι ώρες το βράδυ, μάζευε μια - μια τις κόρες, και τις μεταμόρφωνε σε λογής λογής πανέμορφα λουλούδια: χρυσάνθεμα, γιασεμιά, κυκλάμινα και ανεμώνες, τα οποία τοποθετούσε στα παράθυρα του παλατιού. Νωρίς τα χαράματα πήρε τη κόρη και την μεταμόρφωσε σε ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο, το οποίο τοποθέτησε δίπλα από τα άλλα λουλούδια.
Όταν ήρθε η ώρα, ο αυλικός διάλεξε το τριαντάφυλλο, το πλησίασε στη μύτη του και ρούφηξε δυνατά το άρωμά του. Και τότε ο βασιλιάς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να δώσει επιτέλους την κόρη του στον αυλικό. Από τότε έζησαν αυτοί μαζί με μεγάλη χαρά και ευτυχία.
Και πως ήξερε ο αυλικός ποιο ακριβώς ήταν το λουλούδι στο οποίο είχε μετατραπεί η κόρη; Αφού ήταν η τελευταία που μεταμορφώθηκε σε λουλούδι νωρίς το πρωί, δεν είχε προλάβει ακόμη να καθίσει η δροσιά πάνω της.