(διασκευή από παράδοση της Κύθνου)
Μια φορά και έναν καιρό μαζεύτηκαν τα πουλιά του ουρανού και αποφάσισαν να ανοίξουν σχολείο, για να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα. Ένα πρωί λοιπόν, που τα μικρά πουλιά μαθητές ήταν στο σχολείο, ένας κούκος πήρε ένα τόσο δα μικρό καλαθάκι και πήγε να ταϊσει το κουκόπουλο. Τόση όμως ήταν η προκοπή του, που στο καλαθάκι δεν έβαλε παρά μόνο ελάχιστα ψίχουλα που του είχαν περισσέψει.
Εκεί που πήγαινε, συνάντησε μια πέρδικα.
"Για που το 'βαλες, κούκε;", τον ρώτησε η πέρδικα.
"Πηγαίνω στο σχολείο να ταϊσω το παιδί μου ζεστό φαγητό", της απάντησε ο κούκος.
"Μιας και πας, πάρε και το δικό μου καλαθάκι να ταϊσεις και το δικό μου παιδί", του απάντησε η πέρδικα, και του έδωσε ένα καλάθι μεγάλο, με κολατσιό για το περδικόπουλο.
"Και πως θα βρω το δικό σου;", την ρώτησε ο κούκος.
"Είναι πολύ εύκολο! Θα το καταλάβεις αμέσως γιατί είναι το πιο όμορφο απ' όλα τα πουλάκια", είπε η πέρδικα και έδωσε το καλάθι στον Κούκο. Μόλις τον ξαναβρήκε στην επιστροφή, τον ρώτησε αν τελικά έδωσε το κολατσιό στο περδικόπουλο.
"Μου πες να δώσω το φαγητό στο πιο όμορφο παιδί, μα πιο όμορφο παιδί απ' το δικό μου δεν βρήκα, και έτσι του 'δωσα το κολατσιό να φάει", της απάντησε αυτός.
Από τότε του έγινε συνήθεια, αφού δεν έχει ο ίδιος προκοπή να ταϊσει τα κουκόπουλα, να τα θρέφει με τεχνάσματα και πονηριά.