Πολλά πολλά χρόνια στο παρελθόν, ζούσε ένας ψαράς, ο οποίος είχε γυναίκα και παιδιά. Ήταν πολύ φτωχός, έχοντας μόνο το καλάμι του και δυο μουλάρια για να του κουβαλάνε τα ψάρια στην γειτονική πόλη, αλλά δούλευε σκληρά και κάθε μέρα σηκωνόταν από τις πέντε τα χαράματα, είτε ήταν χειμώνας είτε ήταν καλοκαίρι.
Αυτό συνεχιζόταν για χρόνια, ώσπου μεγάλωσαν και οι γιοι του και τον συντρόφευαν στο ψάρεμα. Αλλά τίποτε δεν πήγαινε καλά για αυτούς, αφού όσα λεφτά έβγαζαν, πάλι φτωχοί έμεναν. Στο τέλος, ο ξυλοκόπος απογοητεύτηκε, και είπε: «Τι μου χρειάζεται να δουλεύω, αφού στο τέλος δεν μου περισσεύει δεκάρα! Ίσως, αν αυτή τη φορά μείνω στο κρεβάτι και σταματήσω να κηνυγάω την Τύχη μου, αυτή έρθει να με βρει.»
Και έτσι το επόμενο πρωί, ο κόκορας τον ξύπνησε μόλις χάραξε, αλλά αυτός δεν κουνιόταν καθόλου από το κρεβάτι του. «Είσαι άρρωστος;», τον ρώτησε η γυναίκα. «Όχι, αλλά γιατί να σηκωθώ. Ας έρθει η Τύχη να με βρει αν θέλει».
«Άντρα μου τρελάθηκες; Νομίζεις ότι η Τύχη θα έρθει να βρει κάποιον που δεν την κηνυγάει; Ντύσου, πάρε και το καλάμι σου και ξεκίνα να δουλεύεις!», του απάντησε αυτή. Αυτός πάλι πείσμωσε και ορκίστηκε να μην κουνηθεί από το κρεβάτι. Η γυναίκα συνέχισε να τον παρακαλάει, ώσπου κάποια στιγμή κουράστηκε και σηκώθηκε, αφήνοντάς τον μόνο του.
Το απόγευμα, ένας ξένος από το χωριό χτύπησε την πόρτα τους για να αγοράσει ψάρια. Τότε η γυναίκα του είπε: «Ο άντρας μου δεν πήγε για ψάρια σήμερα. Αλλά μπορείς να δανειστείς το καλάμι του, αν θέλεις, αφού δεν θα πάει καθόλου σήμερα. Πήγαινε να τον βρεις πάνω στο δωμάτιο.»
Και έτσι ο ξένος ανέβηκε, και ρώτησε τον ψαρά. Αυτός του είπε, χωρίς να κουνηθεί καθόλου από το κρεβάτι: «Θα ερχόμουνα μαζί σου να σου δείξω πως βγαίνουν τα ψάρια, αλλά ορκίστηκα να μην σηκωθώ καθόλου από το κρεβάτι σήμερα. Πάρε το καλάμι μου.»
Και έτσι ο ξένος βγήκε από το σπίτι, παίρνοντας το καλάμι. Όταν πήγε για ψάρια όμως, προς μεγάλη του έκπληξη έπιασε δώδεκα ψάρια από ατόφιο χρυσάφι. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, που σκέφτηκε πως ευθύνεται το καλάμι του ψαρά. «Ας τους πάω δυο από αυτά πίσω για να τους ευχαριστήσω, σκέφτηκε».
Γυρνώντας στο σπίτι του ψαρά, άφησε το καλάμι στην πόρτα και έβγαλε δυο ψάρια από ατόφιο χρυσάφι και τα τοποθέτησε σε ένα πιάτο. Έπειτα τα έδωσε στην γυναίκα του ψαρά και τους αποχαιρέτησε. Αυτή τα πήγε στον άντρα της, ο οποίος είχε αποκοιμηθεί στο κρεβάτι του, και τα τοποθέτησε μπροστά στην μύτη του.
Αυτός, μόλις τον πήρε η γνώριμη μυρωδιά ψαριού ξύπνησε. «Εσύ κοιμόσουνα, αλλά η Τύχη ήρθε και σε βρήκε», του είπε. Και κάπως έτσι έζησαν αυτοί καλά, χωρίς ποτέ να μάθουν ότι ο ξένος εκείνη τη μέρα είχε βγάλει άλλα δέκα χρυσά ψάρια τα οποία κράτησε για τον εαυτό του.