Κάποτε τα παλιά τα χρόνια σε ένα χωριό ζούσε μια πολύ όμορφη κοπέλα, η Εύα, η οποία είχε γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Αυτή η κοπέλα λοιπόν, καθώς περπατούσε στο δάσος συνάντησε μια μέρα ένα φίδι, το οποίο όμως δεν έμοιαζε καθόλου απειλητικό, ούτε έκανε να την πλησιάσει, παρά μόνο την κοιτούσε με γυαλιστερή ματιά. Αυτής της φάνηκε πολύ περίεργο, όμως από τον φόβο της και μόνο δεν έκανε ούτε βήμα προς το μέρος του, παρά μόνο άρχισε να τρέχει.
Όταν γύρισε σπίτι της και το είπε στη μητέρα της, αυτή της είπε: "Αφού φοβάσαι να το πλησιάσεις, την επόμενη φορά να του αφήσεις το μαντίλι σου".
Έτσι την επόμενη φορά, η Εύα πήρε μαζί της ένα μαντίλι με ένα πολύ ωραίο κέντημα πάνω. Πήγε ξανά στο σημείο όπου είχε συναντήσει το φίδι, όπου και το βρήκε τυλιγμένο στο κλαδί ενός δέντρου. Αφού του πέταξε το μαντίλι από μακριά, κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο για να το παρατηρήσει: αυτό με τα μάτια του να λαμπυρίζουν πήρε το μαντίλι από κάτω και σύρθηκε μέσα στο δάσος, στην κατεύθυνση ενός παλιού, εγκαταλελειμμένου Κάστρου.
Η Εύα το πήρε ξωπίσω, αλλά λίγο πριν φτάσουν στο Κάστρο, το φίδι εξαφανίστηκε μπροστά στα μάτια της σε μια σπηλιά. Αυτή γύρισε τρομαγμένη πίσω στο σπίτι για να πει την περιπέτειά της στην μητέρα της.
Την επόμενη μέρα, δέκα γενναίοι άντρες από το χωριό με τις οδηγίες της Εύας κατευθύνθηκαν προς το παλιό Κάστρο. Η Εύα τους έδειξε ακριβώς το σημείο που είχε χαθεί από τα μάτια της το φίδι την προηγούμενη μέρα. Αυτοί πάλι, ανάβοντας δαδιά μπήκαν στη σπηλιά και δεν βρήκαν κανένα φίδι, άλλα έναν μεγάλο θησαυρό, τα οποία και της έδωσαν ως ανταμοιβή.
Όσο για το φίδι και το μαντίλι; Χρόνια ολόκληρα αργότερα, και αφού η Εύα αποδείχθηκε αντάξια της περιουσίας της, το φίδι την ξανασυνάντησε στο δάσος, στο ακριβώς ίδιο σημείο, για να της το επιστρέψει.