Ένας χαλβάς κάποτε περίμενε πως και πως να έρθει η Σαρακοστή. "Μου αρέσουν πολύ τα νηστίσιμα", έλεγε, και έτσι, όταν με το καλό ήρθε η Καθαρά Δευτέρα, καταβρόχθισε ό,τι έβρισκε μπροστά του: λαγάνες, ταραμά, πίκλες και γίγαντες αχνιστούς.
Μ' αυτά και μ' αυτά, η κοιλιά του φούσκωσε, και έγινε σαν μπαλόνι. Όταν σηκώθηκε απ' το σαρακοστιανό τραπέζι, με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να βγει στην εξοχή για να παρακολουθήσει το πέταγμα του χαρταετού. Το βράδυ πάλι, φουσκωμένος και γεμάτος αέρια, δεν κατάφερε να κοιμηθεί παρά μόνο όταν η ώρα είχε πλέον περάσει από δέκα και αφού είχε κάνει πολλές στροφές στο κρεβάτι.
"Πάχυνα...;", αναρωτήθηκε την άλλη μέρα μόλις ανέβηκε στην ζυγαριά, η οποία τον έδειξε ένα ολόκληρο κιλό παραπάνω. Αυτός πάλι δεν πτοήθηκε: τόσο του άρεσαν τα νηστίσιμα που ολόκληρη την βδομάδα δεν είχε σταματημό. Όταν όμως και τις υπόλοιπες μέρες η ζυγαριά τον έδειξε πάλι παραπάνω, άρχισαν να του μπαίνουν αμφιβολίες.
Έτσι λοιπόν, σκέφτηκε να αρχίσει να γυμνάζεται, ώστε να μην χρειαστεί να περιορίσει το φαγητό: πήγε και αγόρασε ένα σχοινάκι, και αφού χοροπήδηξε μερικές φορές με αυτό, γύρισε πίσω στο τραπέζι όπου καταβρόχθισε ό,τι βρήκε μπροστά του.
Την επόμενη μέρα όμως πάλι που ανέβηκε στην ζυγαριά, αυτή πάλι τον έδειξε να έχει πάρει κιλά. "Ίσως δεν γυμνάζει πολύ το σχοινάκι...", σκέφτηκε, και πήγε και αγόρασε πλαστικά βαράκια, τα οποία έφερε στο δωμάτιό του. Αφού έκανε μερικές επαναλήψεις με αυτά, σίγουρος πως θα τον κρατούσαν σε φόρμα, γύρισε πίσω στο σαρακοστιανό τραπέζι όπου δεν άφησε ψίχουλο.
"Και με τα βάρη δεν βλέπω πρόοδο...", σιγομουρμούρισε τρομοκρατημένος όταν και την επόμενη μέρα η ζυγαριά τον έδειξε ακόμη πιο παχύ. Έτσι λοιπόν, ξόδεψε όλο το χαρτζιλίκι του για να αγοράσει ένα στατικό ποδήλατο, το οποίο έφερε στο σπίτι. Τόσο όμως που κουράστηκε για να το φέρει, σκέφτηκε να καθίσει πρώτα στο τραπέζι για να τσιμπήσει κάτι. Δεν πρόλαβε καλά καλά να πιάσει το πιρούνι, και είχε καταβροχθίσει ό,τι υπήρχε στο τραπέζι.
Έπειτα πάλι μετά από λίγες ώρες, αφού είδε πως δεν ξεφούσκωνε από το πολύ φαΐ σκέφτηκε να ανεβεί πάνω στο ποδήλατο για να κάψει τις θερμίδες που πήρε. Ούτε πέντε λεπτά δεν πέρασαν και ένιωσε να κουράζεται και να ιδρώνει πολύ, ενώ η κοιλιά του, πρησμένη απ' όλα όσα είχε φάει προηγουμένως, μετά βίας χωρούσε πάνω στο ποδήλατο. "Ουφ, παραείναι δύσκολο", είπε και έκανε να κατεβεί από την σέλα. Τότε λοιπόν τα άλλα σαρακοστιανά, που τόσες μέρες τον παρακολουθούσαν χωρίς να βγάλουν μιλιά, ξέσπασαν σε γέλια.
"Μήπως θα ήταν καλύτερα... να έτρωγες λιγότερο;", τον ρώτησε μια ελιά που αγαπούσε πολύ να κάνει σχοινάκι. Αυτός πάλι κόκκινος και ξαναμμένος από τα πέντε λεπτά γυμναστικής, ένιωθε να κοκκινίζει χειρότερα από ντροπή που τον πήραν όλοι στο ψιλό. Από τότε λοιπόν πήρε το μάθημά του, και κατάλαβε πως όση γυμναστική και να έκανε δεν θα τα κατάφερνε να χάσει κιλά αν δεν μάθαινε να ελέγχει το φαγητό του.
Όσο για τα περιττά κιλά; Από την μια έμαθε να κάνει σωστά σχοινάκι, από την άλλη τα έχασε μέσα στις επόμενες εβδομάδες τρώγοντας λιγότερο.