Μια λαγάνα κάποτε σε ένα σπίτι είχε μεγάλη αδυναμία στην σοκολάτα. "Μαζεύω δυνάμεις για την Σαρακοστή που έχουμε νηστεία", έλεγε και ξανάλεγε, και όποτε έβρισκε μπροστά της ο,τιδήποτε σοκολατένιο δεν έχανε την ευκαιρία να το καταβροχθίζει, τόσο που λέρωσαν τα χέρια και τα ρούχα της.
"Θα σταματήσεις επιτέλους;", την ρώτησαν κάποια στιγμή τα άλλα σαρακοστιανά, που είχαν κουραστεί να την βλέπουν μονίμως με μια σοκολάτα στο χέρι. "Σας υπόσχομαι, μόλις έρθει η Καθαρά Δευτέρα", τους απάντησε αυτή. Όταν όμως ήρθε η μεγάλη μέρα, η λαγάνα άρχισε να μετανιώνει την υπόσχεσή της: "Να 'χα μια σοκολάτα τώρα...", σιγομουρμούρισε καθώς βρισκόταν στο σαρακοστιανό τραπέζι.
"Υποσχέθηκες...!", της είπαν τα άλλα σαρακοστιανά, τα οποία άκουσαν το σιγομουρμουρητό της, και ξέσπασαν σε γέλια. "Ναι, αλλά μόνο για σήμερα που είναι Καθαρά Δευτέρα...", τους απάντησε αυτή και προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Δεν πέρασε λίγη ώρα όμως, και με την άκρη του ματιού της έπιασε ένα σοκολατένιο λαγουδάκι κοντά στο τζάκι, το οποίο περίμενε υπομονετικά την ώρα του μέχρι την Πασχαλιά. Άρχισαν να της μπαίνουν σκέψεις και να της τρέχουν τα σάλια.
"Αν θέλεις, μπορείς να φας λίγη σοκολάτα... υγείας!", της είπαν τότε τα άλλα σαρακοστιανά, που την κατάλαβαν ότι δεν άντεχε ούτε μισή μέρα δίχως την αγαπημένη της απόλαυση. Έτσι λοιπόν, πήγαν στο ψυγείο και της έφεραν δυο κομματάκια μαύρη σοκολάτα, η οποία δεν έχει καθόλου γάλα. Αυτή πάλι, μόλις τα έβαλε στο στόμα της απογοητεύτηκε, αφού δεν ένιωσε την ίδια γλύκα με την σοκολάτα γάλακτος που είχε συνηθίσει.
Έτσι λοιπόν, περίμενε υπομονετικά μέχρι τα άλλα σαρακοστιανά να σηκωθούν από το τραπέζι και να συνεχίσουν το πέταγμα του χαρταετού. Τότε, αφού σιγουρεύτηκε πως δεν την έβλεπε κανείς, πήγε με γρήγορα βήματα μέχρι το τζάκι για να πάρει το σοκολατένιο λαγουδάκι. "Υποσχέθηκες...!", της είπε αυτό προς μεγάλη της έκπληξη, και άρχισε να τρέχει μέσα στο σπίτι του. Ξωπίσω του άρχισε να τρέχει και η λαγάνα, από το στόμα της οποίας έτρεχαν σάλια που γέμισαν το πάτωμα. Κυνήγησε το λαγουδάκι μέσα σε όλο το σπίτι, αλλά αυτό μονίμως κάπου έβρισκε να κρυφτεί: πίσω από την κουρτίνα, κάτω απ' το τραπέζι, μέσα στην ντουλάπα. Οι δυο τους έπαιζαν κρυφτό και κυνηγητό, χωρίς η λαγάνα να καταφέρει ποτέ να το φτάσει.
Ώρες ολόκληρες αργότερα, και αφού έξω είχε αρχίσει να νυχτώνει, η λαγάνα δεν είχε καταφέρει να πιάσει το λαγουδάκι. Λαχανιασμένη και καταϊδρωμένη, αποφάσισε να τα παρατήσει, ώσπου για μια τελευταία φορά το είδε να στέκεται πάλι δίπλα στο τζάκι, εκεί όπου το είχε πρωτοδεί. Τότε έτρεξε για μια τελευταία φορά προς το μέρος του, όμως την τελευταία στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκαν στο δωμάτιο τα άλλα σαρακοστιανά, τα οποία είχαν χορτάσει παιχνίδι με τον χαρταετό και σκέφτηκαν να μαζευτούν στο σπίτι.
"Υποσχέθηκες...!", της είπαν όλοι μαζί, και άρχισαν να την κοροϊδεύουν. "Ναι, αλλά...", δεν πρόλαβε να πει αυτή και πήγε να τους δείξει το σοκολατένιο λαγουδάκι. Τότε σκέφτηκε πως ήταν κρίμα να αθετήσει την υπόσχεσή της, εφόσον την είχε τηρήσει όλη μέρα και έξω είχε νυχτώσει. Γύρισε λοιπόν να κοιτάξει το σοκολατένιο λαγουδάκι, αλλά αυτό για ακόμη μια φορά είχε κάνει φτερά.
Έτσι λοιπόν, έπεσε για ύπνο το βράδυ της Καθαράς Δευτέρας χωρίς να αθετήσει την υπόσχεσή της. Το επόμενο πρωί πάλι, την περίμενε στο τραπέζι του πρωινού μια λαχταριστή σοκολάτα υγείας, την οποία απόλαυσε μέχρι το τελευταίο κομματάκι. Από εκείνη την μέρα έμαθε να αντιστέκεται στον πειρασμό της σοκολάτας, και να περιμένει ώστε το καθετί να έρχεται στην ώρα του.
Όσο για το σοκολατένιο λαγουδάκι; Το ξαναβρήκε εβδομάδες ολόκληρες αργότερα, όταν πλέον είχε έρθει η Πασχαλιά, στο ίδιο σημείο δίπλα στο τζάκι.