Ένα σακουλάκι κομφετί κάποτε σε ένα μαγαζί με καρναβαλικά δεν μπορούσε να περιμένει την ώρα και την στιγμή που θα πήγαινε σε αποκριάτικο πάρτυ. "Μου αρέσουν πολύ οι απόκριες μα περισσότερο απ' όλα μου αρέσει το καρναβάλι", έλεγε, και περίμενε την ώρα και την στιγμή που κάποιος θα το έπαιρνε από τον πάγκο.
Όμως οι μέρες περνούσαν, και δεν φαινόνταν κανένας να το αγοράσει. Έτσι κι αυτό, σκέφτηκε να κάνει την πρώτη κίνηση μέσα στο μαγαζί, πετώντας λίγο από το κομφετί που κρατούσε στον αέρα, σαν πυροτέχνημα. "Αυτό σημαίνει... χαρτοπόλεμο!", είπαν τα άλλα σακουλάκια κομφετί, τα οποία κι αυτά μετά βίας κρατιόντουσαν στο ράφι, και του πέταξαν με την σειρά τους λίγο από το περιεχόμενό τους. Σύντομα μπήκαν στο παιχνίδι και οι σερπαντίνες, οι οποίες πετάγονταν απ' το ένα ράφι στο άλλο, αλλά και καραμούζες, σφυρίχτρες και φρου-φρου, τα οποία επένδυσαν μουσικά την μάχη που διεξάγονταν στους διαδρόμους του καταστήματος. Μέσα σε λίγα λεπτά τα σακουλάκια έδειξαν τον πραγματικό τους εαυτό, γεμίζοντας τον τόπο με μικρά - μικρά πολύχρωμα χαρτάκια.
Ώσπου κάποια στιγμή το σακουλάκι συνειδητοποίησε πως είχε βουλιάξει μέσα στο κομφετί, και πως πλέον δεν έβλεπε καν τα άλλα σακουλάκια. Απογοητευμένο, αφού δεν μπορούσε να συνεχίσει το παιχνίδι, άρχισε να σπρώχνει με τα χέρια του για να κολυμπήσει μέσα στα χαρτάκια. Μάταια όμως, αφού το κομφετί είχε κάνει βουνά, και δεν το άφηνε να κάνει ούτε βήμα. Τρομοκρατήθηκε πολύ, αφού πίστεψε πως θα έμενε εκεί για πάντα.
Με τα πολλά λοιπόν, και αφού κατάλαβε πως δεν θα γλίτωνε εύκολα, σκέφτηκε να σκάψει για να σωθεί. Βρήκε ένα πλαστικό φτυάρι από το κοντινό ράφι, και άρχισε με αυτό να φτυαρίζει τον χαρτοπόλεμο. Όσο περισσότερο όμως έσκαβε, τόσο περισσότερο ένιωθε να βουλιάζει μέσα σε αυτόν.
"Ακούει κανείς;", φώναξε απελπισμένο. "Εδώ είμαστε αλλά δεν σε βλέπουμε!", του απάντησαν τα άλλα σακουλάκια και οι σερπαντίνες, που κι αυτά βούλιαζαν. "Νιώθω σαν σε κινούμενη άμμο!", φώναξε τρομαγμένο το σακουλάκι που ένιωθε πως δεν μπορούσε να ξεφύγει με τίποτα.
Έπειτα όμως πάλι θυμήθηκε πόσο του άρεσε τα καλοκαίρια να παίζει με την άμμο στην παραλία. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, και με το πλαστικό φτυάρι στο ένα του χέρι, πήρε και ένα πλαστικό κουβαδάκι από το ράφι και με τον χαρτοπόλεμο άρχισε να χτίζει κάστρα, σαν να ήταν όντως στην παραλία. Ώρες ολόκληρες αργότερα, και αφού απορροφήθηκε τόσο από το δημιούργημά του που ξέχασε ότι προηγουμένως βούλιαζε μέσα σε αυτό, κατέληξε να έχει χτίσει ένα ολόκληρο παλάτι, με πύργους, διαδρόμους και πύλη.
Σύντομα πίσω από τους λόφους με χαρτοπόλεμο φάνηκαν τα άλλα σακουλάκια, οι σερπαντίνες, οι σφυρίχτρες, οι καραμούζες και τα φρου-φρου. "Έφτιαξα λοιπόν ένα Κάστρο από χαρτοπόλεμο για να σωθώ από αυτόν", τους είπε το σακουλάκι γελώντας, έπειτα ξέσπασαν όλα μαζί σε χειροκροτήματα και το υποδέχθηκαν σαν σωτήρα.
Από εκείνη την μέρα έμαθαν να διασκεδάζουν χωρίς να βάζουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο.