Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας χωρικός, ο οποίος είχε μείνει με μόνο μια γελάδα την οποία άρμεγε κάθε πρωί. Καθώς την άρμεγε, προσευχόταν στο Θεό ώστε να έχει κάθε μέρα γάλα να βγάλει. Ο διάβολος που κρυβόταν πίσω από ένα δέντρο, τον άκουσε να μιλάει και σκέφτηκε: "Όταν τα πράγματα τους πάνε καλά, ευχαριστούν το Θεό, αλλά όταν κάτι τους πάει στραβά, πάντα τους φταίω εγώ!"
Λίγες μέρες αργότερα, ο αγρότης πήγε να αρμέξει την γελάδα, αλλά αυτή δεν κατέβαζε καθόλου. Αυτός τον κοίταξε καλά καλά και είπε: "Κοίτα να δεις, έβαλε πάλι το χέρι του ο διάβολος!"
"Ακριβώς όπως τα είχα σκεφτεί", σιγομουρμούρισε ο διάβολος κρυμμένος πίσω από το δέντρο. Τότε ο αγρότης, απογοητευμένος που η γελάδα δεν κατέβαζε γάλα, την άφησε και πήγε στις κότες. Ο διάβολος βγήκε στα κρυφά απ' την κρυψώνα του και άρμεξε την αγελάδα, η οποία αυτή τη φορά σαν από θαύμα κατέβασε το γάλα. Τότε αυτός σκέφτηκε: "Τώρα επιτέλους θα έχει κάτι για να με ευχαριστήσει και μένα."
Αλλά όταν επέστρεψε ο αγρότης, μόλις είδε το γάλα στο δοχείο, αναφώνησε: "Δόξα το Θεό, το κατέβασε το γάλα της!"