Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας πρίγκιπας φτωχός. Το βασίλειό του ήταν μικρό, αλλά ήταν αρκετά μεγάλο για να έχει όποια κοπέλα ήθελε για να παντρευτεί. Αυτός όμως, τολμηρός όπως ήταν, παρουσιάστηκε μπροστά στην κόρη του Αυτοκράτορα και ζήτησε το χέρι της.
"Θα ήθελα πολύ να ζητήσω το χέρι της κόρης σας", είπε στον Αυτοκράτορα. Πριν παρουσιαστεί όμως μπροστά του, φρόντισε να πιάσει ένα αηδόνι, το οποίο κελαηδούσε υπέροχα, και να το προσφέρει ως δώρο στην κόρη, μαζί με ένα πανέμορφο, κατακόκκινο τριαντάφυλλο, το οποίο μάζεψε στο δρόμο για το παλάτι.
Ο Αυτοκράτορας μάζεψε όλες τις πριγκιποπούλες σε μια μεγάλη αίθουσα, μαζί και την κόρη του, ώστε να υποδεχτούν τον θαρραλέο πρίγκηπα. Όταν αυτός της προσέφερε το τριαντάφυλλο, οι άλλες κοπέλες χειροκρότησαν από τη χαρά τους.
"Ω, μα τι ωραίο τριαντάφυλλο", φώναξαν όλες μαζί.
Η πριγκιποπούλα πάλι στραβομουτσούνιασε, και είπε: "Ωραίο το τριαντάφυλλο, αλλά εγώ είμαι μια πριγκίπισσα, και δεν μου αρέσουν τα φυσικά άνθη".
Τότε ο πρίγκιπας κράτησε στο χέρι του το αηδόνι, και της το προσέφερε. Αυτό άρχισε να κελαηδάει, και η μελωδία του ακούστηκε σε όλο το παλάτι. Οι άλλες πριγκιποπούλες κατενθουσιάστηκαν, και άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους στα γαλλικά για το πόσο ωραία κελαηδούσε. Γιατί είναι μια αλήθεια πως όλες τους στο παλάτι ήξεραν γαλλικά.
Και τότε ένας αυλικός είπε: "Πόσο πολύ θυμίζει το μηχανικό αηδόνι της αείμνηστης Αυτοκράτειρας, το μοναδικό κελάηδισμα αυτού του πουλιού." Και ο Αυτοκράτορας συμφώνησε, και κόντεψε να βάλει τα κλάματα από την συγκίνηση.
Αλλά η κόρη του Αυτοκράτορα είπε: "Ελπίζω να μην είναι φυσικό το πουλί που έφερες στο παλάτι".
"Βεβαίως και είναι φυσικό", είπε ο πρίγκιπας.
"Τότε άστο να πετάξει έξω από εδώ", του είπε η πριγκίπισσα, έπειτα γύρισε την πλάτη της και απομακρύνθηκε. Αυτό μόλις βγήκε από το κλουβί του, πέταξε ως το παράθυρο και χάθηκε.
Ο πρίγκιπας δεν αποθαρρύνθηκε. Έβαψε το πρόσωπό του, πέταξε τα αρχοντικά του ρούχα και φόρεσε ρούχα χωριάτη, έπειτα πλησίασε ξανά τον Αυτοκράτορα και τον παρακάλεσε να δουλέψει στο παλάτι.
"Καλή σας μέρα, μεγαλειότατε. Θα ήθελα να με προσλάβετε στο παλάτι", του είπε.
Ο Αυτοκράτορας, που δεν κατάλαβε ότι μπροστά του είχε τον πρίγκιπα που πριν λίγες μέρες ζήτησε το χέρι της κόρης του, σκέφτηκε να τον προσλάβει για σιτιστή ωδικών πτηνών. "Θέλω κάποιον να ταϊζει τα καναρίνια και να καθαρίζει τα κλουβιά τους από τις ακαθαρσίες", του είπε.
Και έτσι στον πρίγκηπα ανατέθηκε να περιποιείται τα πτηνά που βρίσκονταν στο παλάτι. Οι μέρες περνούσαν, και αυτός ήταν απασχολημένος με το να καθαρίζει τα κλουβιά τους και να βάζει καθαρό νερό στα δοχεία από τα οποία έπιναν τα πουλιά. Και ενώ είχε συνηθίσει στο κελάηδισμα τους, αναπολούσε την πανέμορφη μελωδία του αηδονιού που είχε φέρει δώρο στην πριγκίπισσα.
Τότε σκέφτηκε να φτιάξει ένα μηχανικό αηδόνι, το οποίο μόλις το κούρδιζε θα έβγαζε την ίδια πανέμορφη μελωδία με το κανονικό. Για να το πετύχει, πήρε γρανάζια, βίδες και ιμάντες. Μέρες ολόκληρες αργότερα, και με πολύ κόπο, κατάφερε να φτιάξει ένα μηχανικό αηδόνι το οποίο έμοιαζε πολύ με αληθινό και έβγαζε μελωδία που μπορούσε να συγκριθεί με αυτή του κανονικού.
Όταν μια μέρα η κόρη του Αυτοκράτορα και οι πριγκηποπούλες πλησίασαν το δωμάτιο με τα πουλιά, το οποίο βρωμούσε απ΄τις ακαθαρσίες, άκουσαν το μαγευτικό κελάηδισμα του αηδονιού και παραξενεύτηκαν. Τόσο πολύ μαγεύτηκε η κόρη, που ρώτησε τον μεταμφιεσμένο πρίγκηπα:
"Είναι φυσικό το αηδόνι;"
"Όχι πριγκίπισσά μου, πρέπει να το κουρδίσεις για να κελαηδήσει", της απάντησε ο πρίγκιπας. "Αλλά για να σου το δώσω και να σου δείξω πως δουλεύει, θέλω να μου δώσεις δέκα φιλιά".
"Θεός φυλάξοι!", του απάντησε αυτή. Αλλά οι άλλες πριγκιποπούλες ενθουσιάστηκαν.
"Δεν θα το κουρδίσω για ούτε μισό φιλί λιγότερο", της είπε ο πρίγκιπας.
Τότε οι πριγκιποπούλες άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν αναμεταξύ τους. Αφού το συζήτησαν αρκετά, η κόρη του είπε:
"Τι θα έλεγες για δέκα φιλιά από κάποια από τις άλλες κοπέλες;"
"Δέκα φιλιά από σένα, πριγκίπισσά μου, αλλιώς κρατάω το αηδόνι για μένα", της απάντησε ο πρίγκιπας.
Τότε αυτή τον πλησίασε, και οι άλλες πριγκιποπούλες έκαναν κύκλο τριγύρω τους, παρ' όλο που το δωμάτιο βρομούσε από τις ακαθαρσίες των πουλιών. Αυτή του έδωσε δέκα φιλιά, και αυτός έπειτα της έδειξε πως δουλεύει το αηδόνι. Αφού το πήρε, απομακρύνθηκε από το δωμάτιο, αλλά πάλι μετά από μερικές μέρες γύρισε μαζί με τις άλλες κοπέλες και του είπε:
"Μου είπες πως κουρδίζεται το αηδόνι για μια μελωδία, αλλά εγώ θέλω να ακούσω κι άλλες όμορφες μελωδίες από αυτό".
"Θα σου το δείξω πριγκίπησσα μου, αλλά αυτή τη φορά θέλω εκατό φιλιά.", της είπε ο πρίγκιπας.
Οι κοπέλες πάλι σιγοκουβέντιασαν μεταξύ τους, και επέμειναν. Αλλά η πριγκίπισσα αναφώνησε: "Πιστεύω πως είναι τρελός, αλλά εγώ είμαι η κόρη του Αυτοκράτορα! Πείτε του πως από εμένα θα έχει μόνο δέκα φιλιά. Ας του δώσει άλλη πριγκηποπούλα τα υπόλοιπα."
"Μα εμείς δεν θέλουμε να τον φιλήσουμε", είπαν οι άλλες κοπέλες.
"Σαχλαμάρες", είπε η πριγκίπισσα. "αν εγώ μπορώ να τον φιλήσω, το ίδιο και σεις."
Αλλά ο πρίγκιπας επέμενε: "Εκατό φιλιά από την κόρη του Αυτοκράτορα, αλλιώς δεν ξανακουρδίζω το αηδόνι".
Αφού είδε πως δεν γίνεται αλλιώς, η κόρη έκανε να τον φιλήσει. Τότε και οι άλλες κοπέλες, όπως πρώτα, μαζεύτηκαν τριγύρω τους, παρ' όλο που το δωμάτιο μύριζε άσχημα από τις ακαθαρσίες και τις κοπριές των πτηνών.
"Αναρωτιέμαι τι κάνει αυτό το τσούρμο στο δωμάτιο με τα καναρίνια", αναρωτήθηκε ο Αυτοκράτορας. Μόλις είδε την κόρη του να φιλάει τον μεταμφιεσμένο πρίγκηπα, έκανε να βγάλει το σπαθί από την θήκη του. "Φύγετε από μπροστά μου", είπε θυμωμένος με την κόρη του, που είχε φιλήσει έναν χωριάτη βρώμικο απ'τις κοπριές των πτηνών. Και τότε και οι δυο χάθηκαν από το βασίλειό του. Και αυτή άρχισε να κλαίει, και χωρίς να καταλάβει ότι είχε μπροστά της τον πρίγκιπα μεταμφιεσμένο φώναξε:
"Τι άτυχη που είμαι! Μακάρι να είχε δεχτεί τον πρίγκηπα και το αηδόνι του".
Τότε ο πρίγκιπας, που φορούσε ρούχα χωριάτη, όσο αυτή έκλαιγε πίσω από ένα δέντρο και έβαλε τα αρχοντικά του ρούχα. Την πλησίασε και της είπε: "Απέρριψες έναν τίμιο πρίγκηπα, και προτίμησες έναν χωριάτη που καθάριζε τις κουτσουλιές των πουλιών για τα κουρδιστά του παιχνίδια. Μόνο τον εαυτό σου έχεις να κατηγορήσεις για αυτό!"
Πάνω στην ώρα όμως που ολοκλήρωνε την φράση, ήρθε το αηδόνι που είχε χαθεί στο παλάτι του Αυτοκράτορα και κάθισε στον ώμο του. Αυτός πήρε το δρόμο του μαζί με το αηδόνι, και η πριγκίπισσα τον δικό της. Και το πάθημα της έγινε μάθημα.
Ο Αυτοκράτορας πάλι, μόλις κατάλαβε ότι στο παλάτι του είχε ένα κουρδιστό αηδόνι ίδιο με αυτό που είχε κάνει δώρο στην γυναίκα του όσο αυτή ζούσε, πήρε το παιχνίδι και το κούρδιζε κάθε βράδυ στα κρυφά.