Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας δικηγόρος πονηρός, ο οποίος φημιζόταν για την απατεωνιά του. Όλοι ήξεραν για αυτόν και το είχαν σίγουρο πως όταν πέθαινε θα πήγαινε στην κόλαση γιατί το ταλέντο του να κοροϊδεύει τους άλλους ήταν πολύ μεγάλο.
Κάποια στιγμή αρρώστησε βαριά, και ήρθαν τα τελευταία του. Τότε η γυναίκα του είπε να του φέρει μια Βίβλο να προσευχηθεί, αλλά αυτός της είπε: "σήμερα είναι των Αγίων Νηπίων και δεν χρειάζεται η Βίβλος. Πήγαινε όμως στην κουζίνα να πλάσεις μπισκότα". Αυτή δίχως άλλο τον άκουσε και πίσω στην κουζίνα για να τα ετοιμάσει. Όταν γύρισε με ένα δίσκο γεμάτο μπισκότα, τον είδε να έχει ξεψυχήσει. Και έτσι αυτός βρισκόταν στο φέρετρο με ένα δίσκο μπισκότα στο πλάι του.
Μόλις παρουσιάστηκε στον άγιο Πέτρο κρατώντας το δίσκο, αυτός του είπε: "Δεν έχεις δουλειά εδώ, αφού είσαι ένας αμαρτωλός που κορόιδευε τους συνανθρώπους του". Αλλά αυτός του είπε: "Μπορεί και να είναι έτσι, αλλά σήμερα είναι των αγίων Νηπίων και ήρθα να φέρω κουλουράκια στα παιδάκια". Ο άγιος Πέτρος σάστισε με την απάντηση, αλλά ο δικηγόρος έκανε νόημα στα νήπια που έτρεξαν στα κάγκελα: "Ελάτε καλά παιδάκια, σας έχω φέρει μπισκότα!". Και κάπως έτσι ο άγιος Πέτρος τον άφησε να μπει, μόνο για να δώσει τα μπισκότα, τα οποία ήταν δύσκολο να βρει κανείς στον παράδεισο.
Φρόντισε όμως να παρουσιαστεί κατευθείαν μπροστά στον Κύριο, και να τον ρωτήσει τι θα έπρεπε να κάνει με αυτό τον απατεώνα. "Αυτές είναι υποθέσεις για δικηγόρους", του απάντησε ο Κύριος μας, "καθ' ότι αυτοί ασχολούνται με εξώσεις". Ο άγιος Πέτρος επέστρεψε και έψαξε όλο τον παράδεισο για να βρει δικηγόρο, αλλά δεν βρήκε ούτε έναν. Όταν ο απατεώνας του αποκάλυψε το επάγγελμά του, σκέφτηκε πως είναι καλύτερα να τον αφήσει στην ησυχία του.