Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα βασίλειο μακρινό μια φτωχή γριά με τον γιο της, ο οποίος ήταν πολύ τεμπέλης και είχε μια γαμψή μύτη που τον ασχήμιζε πολύ. Η μητέρα του τον πίεζε να δουλέψει στα χωράφια, ωστόσο αυτός προτιμούσε να κάθεται στο μπαλκόνι και να απολαμβάνει τον ήλιο και την θέα των περαστικών. Και έτσι οι δυο τους ζούσαν σε μεγάλη φτώχεια, και τα ρούχα της ήταν μονίμως μπαλωμένα και βρώμικα.
Ένα ωραίο πρωί του καλοκαιριού, καθώς ο νεαρός κοιμόταν στον κήπο έξω από το σπίτι τους, είδε την κόρη του Βασιλιά να περνάει από μπροστά του, με συνοδεία από μερικές όμορφα ντυμένες αρχοντοπούλες. Ο νέος μαγεύτηκε τόσο πολύ από την θέα της, που σκέφτηκε ότι την ήθελε για γυναίκα του.
"Θα παντρευτώ αυτήν και καμία άλλη", είπε στην γρια μητέρα του. Αυτή πάλι του είπε ότι είναι τρελός, γιατί ο Βασιλιάς δεν θα δεχόταν ποτέ να δώσει το χέρι της κόρης του σε έναν φτωχό τεμπέλη."Θέλω να πας στον Βασιλιά και να του ζητήσεις να με δεχθεί", της είπε.
Αυτή εμφανίστηκε στο παλάτι, και τρεμάμενη είπε στον Βασιλιά: "Να με συγχωρείτε, μεγαλειότατε, για αυτή μου την τρέλα, αλλά έχω έναν γιο που έχει ερωτευτεί την κόρη σας, και θα ήθελε πολύ να σας ζητήσει το χέρι της."
Ο Βασιλιάς, που βαριόταν όλη μέρα στο παλάτι, σκέφτηκε πως το αίτημα του γιου θα μπορούσε να τον διασκεδάσει. Έτσι, αντί να διατάξει να κλείσουν την μάνα στην φυλακή, της είπε: "Πες του γιου σου να έρθει να με δει".
Αυτή δυσκολεύτηκε να το πιστέψει, αλλά ο Βασιλιάς επανέλαβε τα λόγια του με μεγάλη καλοσύνη, ώστε να γίνουν πιστευτά. Τότε αυτή γύρισε στο σπίτι, και είπε στον γιο της: "Βιάσου γρήγορα και πήγαινε στο παλάτι, γιατί ο Βασιλιάς ενδιαφέρεται να ακούσει το αίτημά σου". Ο γιος χάρηκε τόσο πολύ που το πρόσωπό του έλαμψε. Σκέφτηκε μάλιστα, πως αν ο Βασιλιάς ήθελε να τον δεχθεί παρ' όλο που ήταν φτωχός, σίγουρα κάπου θα τον είχε δει και θα είχε εντυπωσιαστεί από το παράστημά του και την ομορφιά του.
"Θα τρέξω πιο γρήγορα κι απ' τον κεραυνό", της απάντησε. Και μέσα σε ένα λεπτό είχε εξαφανιστεί από μπροστά της.
Μόλις ο Βασιλιάς είδε τα μπαλωμένα, βρώμικα ρούχα του νεαρού και την κακάσχημη, γαμψή του μύτη, δεν βρήκε το όλο θέμα καθόλου διασκεδαστικό και έχασε την όρεξη του για γέλια. Σκέφτηκε πως θα έπρεπε να βρει έναν ευγενικό τρόπο να τον διώξει, αλλά επειδή ήδη τον είχε φωνάξει στο παλάτι, θα έπρεπε να βρει έναν καλό λόγο. Έτσι του είπε: "Αν θέλεις την κόρη μου, σου έχω μια δοκιμασία. Θα πρέπει να συλλέξεις όλα τα είδη πουλιών της γης, και να τα φέρεις στους κήπους μου για να μου κελαηδούν."
Ο νεαρός έφυγε απογοητευμένος, αφού θα ήταν ακατόρθωτο να μαζέψει όλα τα είδη πουλιών της γης. Πως θα έστηνε παγίδες για όλα αυτά; Και πως θα τα έφερνε στο παλάτι; Στον δρόμο όμως για τον σπίτι του συνάντησε έναν μάγο, ο οποίος έτσι σκυθρωπό που τον είδε, του είπε: "Μην απελπίζεσαι νεαρέ. Σε δυο μέρες δρόμο από εδώ θα συναντήσεις ένα πανέμορφο και ψηλό κυπαρίσσι, στα κλαδιά του οποίου βρίσκονται όλα τα είδη των πουλιών. Τότε θα φωνάξεις "Ματσούν", και κανένα από αυτά δεν θα μπορεί να κουνηθεί. Θα τα αιχμαλωτίσεις και θα τα πας στον Βασιλιά. Μόλις φτάσεις στον κήπο του, θα επαναλάβεις την φράση και τα πουλιά θα ελευθερωθούν."
Έτσι και έγινε. Ο νεαρός περπάτησε δυο μέρες δρόμο, ώσπου βρήκε το κυπαρίσσι. Τότε φώναξε την μαγική λέξη, και τα πουλιά έγιναν ακίνητα σαν αγάλματα. Τα αιχμαλώτισε και επέστρεψε στο παλάτι, όπου λέγοντας πάλι την μαγική λέξη, αυτά πέταξαν και κάθισαν στα δέντρα του κήπου.
"Έκανα όπως με πρόσταξες Βασιλιά μου", είπε ο νεαρός. "Και τώρα ήρθε η ώρα να πάρω την πριγκίπισσα ως γυναίκα μου". Ο Βασιλιάς απάντησε βιαστικά:
"Βεβαίως, και μου έφερες μεγάλη ευχαρίστηση. Αλλά η κόρη μου δεν μπορεί να πάρει για άντρα της κάποιον που φοράει μπαλωμένα ρούχα, και επειδή η μύτη σου είναι γαμψή δεν μπορώ να σε παρουσιάσω. Θέλω λοιπόν να βρεις μια φορεσιά ακριβή και αντάξια της κόρης μου, καθώς και ένα κάλυπτρο για τη μύτη, και να επιστρέψεις μόλις είσαι έτοιμος. Είσαι τόσο έξυπνος που είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις."
Και έτσι τον έδιωξε. Αυτός έφυγε με κατεβασμένα τα μούτρα, αφού ήταν πάμφτωχος. Πήγε σπίτι και άρχισε να ψάχνει για δουλειά, από την οποία θα μπορούσε να έβγαζε χρήματα για να αγοράσει την φορεσιά. Μέχρι που ένα πρωί έφτασε στα αυτιά του η είδηση πως ο Βασιλιάς πάντρευε την κόρη του με τον γιο ενός Δούκα. Τότε αυτός τα παράτησε όλα και πήγε στην Εκκλησία και κρύφτηκε για να παρακολουθήσει την τελετή. Εκεί είδε τον γαμπρό, την νύφη και χιλιάδες καλεσμένους να περιμένουν τον Βασιλιά. Τότε σιγοψιθύρισε "Ματσούν", και όλοι τους έγιναν ακίνητοι σαν αγάλματα.
Όταν έφτασε ο Βασιλιάς, τρομοκρατήθηκε με το θέαμα και φώναξε αμέσως έναν μάγο να του εξηγήσει τι είχε συμβεί. Τότε αυτός του είπε: "Είναι δικό σας το φταίξιμο, μεγαλειότατε, γιατί έχετε τάξει το χέρι της κόρη σας σε κάποιον άλλο άντρα. Υπάρχει μόνο μια λύση, να δεχτείτε για γαμπρό τον άνθρωπο αυτό. Μόνο αυτός μπορεί να λύσει τα μάγια."
Τότε ο Βασιλιάς έστειλε απεσταλμένους σε όλο το βασίλειο, να βρουν τον νεαρό με τα μπαλωμένα ρούχα και την γαμψή μύτη. Αυτός, που είχε κρυφακούσει την συζήτηση, πήγε στην μητέρα του και της είπε:
"Αν έρθουν να με ζητήσουν, πες τους πως έχω φύγει μακρινό ταξίδι, και πως για να με βρεις θέλεις πολλά χρήματα για το δρόμο γιατί είσαι πάμφτωχη". Και έτσι αυτός πήγε και κρύφτηκε στο κελάρι. Το επόμενο λεπτό κάποιος χτύπησε την πόρτα, και η γυναίκα πήγε να ανοίξει.
"Μήπως είναι εδώ ο γιος σου με την γαμψή μύτη; Ο Βασιλιάς θέλει να τον παντρέψει με την κόρη του", της είπε. Τότε αυτή απάντησε: "Δυστυχώς τον έχω χάσει. Έχει φύγει μακριά, και για να τον βρω θα χρειαστώ μια περιουσία ολόκληρη για το ταξίδι".
Τότε αυτοί γύρισαν πίσω στο παλάτι, και εξήγησαν στον Βασιλιά πως έχει η κατάσταση. Αυτός τότε τους διέταξε να φορτώσουν ένα κάρο με χρυσά νομίσματα και να το πάνε στην γριά.
Ο νεαρός φόρτωσε με αυτά έναν κουβά, και βγήκε να αγοράσει την πιο ακριβή φορεσιά που θα μπορούσε να βρει. Έπειτα αγόρασε άμαξα, καθώς και άλογα, ενώ έβαλε και υπηρέτες για να τον μεταφέρουν στο παλάτι. Κάλυπτρο για την γαμψή του μύτη όμως, όπως του είχε ζητήσει ο Βασιλιάς, δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να βάλει.
Τότε παρουσιάστηκε μπροστά στον Βασιλιά, αυτή τη φορά όχι ως φτωχός με μπαλωμένα ρούχα, αλλά με φορεσιά αρχοντική και όμορφα ραμμένη. Του είπε: "Βασιλιά μου! Δίκαια κέρδισα την κόρη σου, αλλά δεν τήρησες τον λόγο σου και θέλησες να την παντρέψεις με άλλον. Τότε γύρισα στο σπίτι μου και δεν ήθελαν και εκεί να με δεχθούν, οπότε ταξίδεψα τον κόσμο. Στην πορεία βρήκα θησαυρούς μεγάλους και έγινα πλούσιος. Αλλά τώρα που μετανόησες για την ατιμία σου, ήρθα να πάρω για γυναίκα μου αυτή που πραγματικά μου αξίζει. Αυτή τη φορά όμως θέλω να υπογράψουμε συμβόλαιο για τον λόγο σου."
Και έτσι ο Βασιλιάς έβαλε να υπογράψουν συμβόλαιο, ότι ο νεαρός θα έπαιρνε για γυναίκα του την κόρη του. Αφού αυτό έγινε, ο νεαρός πήγε στην Εκκλησία, και βροντοφώναξε: "Ματσούν!" Και με μιας όλοι ελευθερώθηκαν από την ακινησία τους, και η αίθουσα γέμισε ζωή. Εκεί ο νεαρός παντρεύτηκε την κόρη του Βασιλιά σε μια μεγαλοπρεπή τελετή.
Όσο για τον άλλο γαμπρό, τον γιο του Δούκα, κανείς δεν ξέρει τι απέγινε.