ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ σε ένα γραφείο ενός συγγραφέα τα αντικείμενα τσακώνονταν για το ποιο αξίζει περισσότερο απ’ τα άλλα.
"Εγώ είμαι η πιο σημαντική», είπε η λάμπα με ενθουσιασμό, «αφού φέγγω με το φως μου στο συγγραφέα τα βράδια που έχει ησυχία ώστε να γράφει απερίσπαστος".
"Εγώ είμαι πιο σημαντικό", είπε το σημειωματάριο, "αφού κάθε φορά που ο συγγραφέας σκέφτεται κάτι όμορφο, το σημειώνει σε εμένα ώστε να μην το ξεχάσει και ανατρέχει σε αυτό όταν ξεμένει από έμπνευση".
"Όχι εγώ είμαι η πιο σημαντική", είπε η σβήστρα γεμάτη έπαρση, "αφού κάθε φορά που ο συγγραφέας ξαναδιαβάζει ό,τι έχει γράψει, διορθώνω τα λάθη του".
"Εγώ είμαι η πιο σημαντική", τους είπε τέλος η μολυβοθήκη. "Αφού στην πραγματικότητα δε φιλοξενώ μολύβια, αλλά όνειρα, έτοιμα να εκπληρωθούν. Δε θα ‘πρεπε λοιπόν να με λέτε μολυβοθήκη, αλλά ονειροθήκη", συμπλήρωσε. Τα μολύβια που είχε μέσα της συμφώνησαν μαζί της.
Τότε εμφανίστηκε μπροστά τους ένας συγγραφέας, ο οποίος πήρε από τη μολυβοθήκη ένα μολύβι, και με αυτό άρχισε να γράφει πάνω στο χαρτί. "Ας κάνω λάθη σήμερα, ας γράψω ό,τι μου έρχεται στη στιγμή κι ας εμπνευστώ απ’ το φεγγαρόφως", είπε, και με τη σειρά έβαλε τη σβήστρα στο ντουλάπι, έκλεισε το σημειωματάριο, και έσβησε τη λάμπα.
Και είχε τόση έμπνευση στο ποίημα που έγραψε εκείνη τη μέρα, που πραγματικά έμοιαζε με όνειρο.